ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ (330 - 1453 μ.Χ.)
Η δημιουργία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έγκειται στην ίδρυση της Κωνσταντινούπολης το 324 μ.Χ. από τον Κωνσταντίνο τον Μέγα ή στην ανακήρυξη της πόλης σε πρωτεύουσα στις 11 Μαΐου του 330 μ.Χ. Ανακηρύσοντας την Κωνσταντινούπολη ως πρωτέυουσα του απέκτησε η ελληνική ανατολή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ένα αναξάρτητο πολιτικό και οικονομικό κέντρο. Στη διαμόρφωση αυτής της νέας αυτοκρατορίας σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο εκχριστιανισμός της Ανατολής, ο οποίος έχει συνδεθεί με το όνομα του Κωνσταντίνου του Μέγα ως του πρώτου χριστιανού αυτοκράτορα. Η ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας χωρίζεται σε τρεις μεγάλες περιόδους: πρωτοβυζαντινή, μεσοβυζαντινή και υστεροβυζαντινή περίοδος.
Η γεωπολιτική θέση της βυζαντινής αυτοκρατορίας μεταξύ Ευρώπης και Ασίας επέδρασε σημαντικά στην ιστορική της εξέλιξη. Πρόκειται για μία γεωγραφικά ετερόκλητη αυτοκρατορία, η οποία περιελάμβανε τη βαλκανική χερσόνησο και τη Μικρά Ασία μέχρι τον Ευφράτη. Η Μεσόγειος και ο Εύξεινος Πόντος αποτελούσαν τους συνδετικούς κρίκους των περιοχών αυτών. Το Βυζάντιο κατείχε μια τεράστια ακτογραμμή. Για το λόγο αυτό ήταν απαραίτητος ένας λειτουργικός και ικανός στόλος. Ο Δούναβης στο βορρά και ο Ευφράτης στην Ανατολή αποτελούσαν τα φυσικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Ωστόσο τα ανατολικά σύνορα είχαν και τα ευάλωτα σημεία τους: το αρμενικό οροπέδιο, από όπου εισχωρούσαν στα βυζαντινά εδάφη οι Σασανίδες και οι Σελτζούκοι, και η κιλικική πεδιάδα, από την οποία εισέβαλλαν συχνά οι Άραβες. Κατά τα μέσα του 6ου αι. απέκτησε η βυζαντινή αυτοκρατορία τη μεγαλύτερη εξάπλωση της, όταν ο Ιουστινιανός κατάφερε λόγω των επιτυχιών του στους πολέμους κατά των Γότθων και Βανδάλων να επεκτείνει τα σύνορα της αυτοκρατορίας μέχρι την βορειοαφρικανική ακτή, Ιταλία, Σαρδηνία, Κορσική και τη νότια Ισπανία (βραχύβια επανένωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας).
Πρωτοβυζαντινή Περίοδος (324 - 867 μ.Χ.)
Η πρώτη περίοδος, η οποία εκτείνεται μέχρι και τον 7ο αι. μ.Χ., συνδέεται με τις προσπάθειες των πρώτων αυτοκρατόρων για τη διαμόρφωση, σταθεροποίηση της καινούργιας αυτοκρατορίας αλλά και για τη δημιουργία μιας νέας ταυτότητας. Ο Κωνσταντίνος ο Μέγας χρησιμοποίησε τις πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού, για να πετύχει τους στόχους του. Η διαίρεση της αυτοκρατορίας που έλαβε χώρα από τους γιους του συνεχίστηκε και από τον Θεοδόσιο το Α΄ το 395 μ.Χ. Μετά την κατάληψη της δυτικής αυτοκρατορίας από γερμανικά φύλα μπόρεσε το Βυζάντιο, και ιδιαίτερα επί αυτοκράτορα Ιουστινιανού, να επανακαταλάβει τμήματα της Δυτικής Αυτοκρατορίας. Παράλληλα με τα σημαντικά εξωτερικά προβλήματα που εμφανίστηκαν την περίοδο αυτή αντιμετώπισε το Βυχάντιο και σοβαρές θρησκευτικές διαμάχες σχετικά με τις διάφορες φύσεις του Χριστού. Το επόμενο διάστημα μέχρι και την άνοδο του Ιουστινιανού ασχολήθηκαν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες με την ασφάλεια των συνόρων της αυτοκρατορίας καθώς και με πολιτικές μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της. Με τον Ιουστινιανό αρχίζει η "Χρυσή Εποχή" της βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια της θητείας του συντάχθηκαν νόμοι για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα, γεγονός που βοήθησε την Ελληνική να γίνει η επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας. Η οικοδομική πολιτική του Ιουστινιανού ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη αλλά και σε πόλεις του δυτικού τμήματος, όπως Ραβέννα και Μιλάνο, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του. Ο τελευταίος αυτοκράτορας της πρωτοβυζαντινής περιόδου, Ηράκλειος (610-640 μ.Χ.), συνέδεσε το όνομά του με σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες και με την προστασία των συνόρων και της Αυτοκρατορίας από τις επιθέσεις των Σασανιδών και των Αβάρων. Την εποχή αυτή άλλαξε δραματικά ο πολιτικός χαρακτήρας της Μεσογείου με την καταστραφή παλιών αυτοκρατοριών (Σασανίδες) και με την εμφάνιση νέων λαών (Σλάβοι, Άραβες).
Μεσοβυζαντινή Περίοδος (867 - 1204 μ.Χ.)
Οι αλλαγές αυτές επηρεάζουν σημαντικά την πολιτική ιστορία του Βυζαντίου και επιδρούν στην κοινωνική, οικονομική και στρατιωτική του εξέλιξη. Η μεσοβυζαντινή εποχή, από τον 7ο αι. μ.Χ. μέχρι και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους (1204), αποτελεί μια λαμπρή περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οποία χαρακτηρίζεται από πολιτική σταθερότητα και ανάπτυξη του εμπορίου και των τεχνών. Κατά τη διάρκεια της επονομαζόμενης Συριακής Δυναστείας κατάφεραν οι αυτοκράτορες με επιδέξιους διπλωματικούς χειρισμούς να διασφαλίσουν τα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Ένας καινούργιος εχθρός εμφανίστηκε από το Βορρά, οι Βούλγαροι. Τον 8ο αι. έκανε την εμφάνισή του στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας η εικονομαχία, διαμάχη για τη λατρεία θρησκευτικών εικόνων. Η διαμαχή έθεσε την αυτοκρατορία σε σοβαρό κίνδυνο, ωστόσο παραμερίσθηκε με τις αποφάσεις της οικουμενικής συνόδου του 787 μ.Χ. (επαναφορά της λατρείας των εικόνων). Το 800 μ.Χ. σφραγίστηκε και πρακτικά ο διαχωρισμός Ανατολής - Δύσης με τη στέψη του Καρόλου του Μεγάλου. Η μακεδονική δυναστεία από τα μέσα του 9ου αι. μέχρι τον 11ο αι. συνέβαλε τα μέγιστα στην πολιτική, οικονομική, στρατιωτική ανάταση της αυτοκρατορίας και στην άνθιση των τεχνών (μακεδονική αναγέννηση).
Υστεροβυζαντινή Περίοδος (1204 - 1453 μ.Χ.)
Σημαντικές μεταβολές επιδρούν στο εσωτερικό της βυζαντινής αυτοκρατορίας ήδη από τον 11ο αι. Η οικονομική και κοινωνική αναδιάρθρωση της αυτοκρατορίας, η εμφάνιση νέων λαών στα ανατολικά και βόρεια σύνορα της και τελικά οι σταυροφορίες επιτάχυναν τη διάλυση της αυτοκρατορίας. Ο κατακερματισμός του Βυζαντίου μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 και η αργή και ασταθής ανάκαμψη μετά την επανάκτηση της πρωτεύουσας το 1261 δημιούργησαν νέες πολιτικο-οικονομικές και κοινωνικές καταστάσεις στο περιβάλλον της αυτοκρατορίας. Στη Δύση έπαιζε η Γαλλία πρωτέυοντα ρόλο, στο βορρά δημιουργήθηκαν δύο νέα βασίλεια, το σερβικό και το βουλγαρικό και στο νότο αντικαταστάθηκε η κυριαρχία των Σελτζούκων από τους Οθωμανούς Τούρκους. Η υστεροβυζαντινή εποχή διήρκησε μέχρι και την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453 μ.Χ.).