ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΦΩΤΟΘΗΚΗ
 
 
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Το Γαλεριανό Συγκρότημα κτίσθηκε στις παρυφές της πόλης δίπλα στο ανατολικό τείχος. Το συγκρότημα το οποίο καταλάμβανε μεγάλη έκταση ενσωματώθηκε στον πολεοδομικό ιστό της ρωμαϊκής πόλης ακολουθώντας τις χαράξεις των δρόμων. Προς νότο εκτεινόταν σχεδόν μέχρι τη θάλασσα (οδός Μητροπόλεως), ενώ το δυτικό όριο του πρέπει να ήταν στην οδό Απελλού όπου βρέθηκαν τα οικοδομικά κατάλοιπα ενός οικοδομήματος της ρωμαϊκής εποχής, πιθανόν θεάτρου.



Διακρίνονται δύο οικοδομικά σύνολα συνδετικός κρίκος των οποίων είναι η θριαμβική «Αψίδα του Γαλερίου» (Καμάρα) η οποία κτίσθηκε, μεταξύ των ετών 298 και 305 μ.Χ, ίσως από την πόλη της Θεσσαλονίκης, σε ανάμνηση της εκστρατείας και της νίκης του Γαλέριου κατά των Περσών.



Στο βόρειο σύνολο ανήκει η Ροτόντα, ένα μεγαλειώδες περίκεντρο θολοσκεπές κτίριο, πιθανόν ναός αφιερωμένος στην επίσημη αρχαία θρησκεία, ενώ στο νότιο η «Αψιδωτή αίθουσα», και τα οικοδομήματα του αρχαιολογικού χώρου της πλατείας Ναυαρίνου (Βασιλική, κεντρική κτιριακή ενότητα, διώροφο κτίριο, λουτρά, Οκτάγωνο).



Η «Αψιδωτή αίθουσα» τα οικοδομικά κατάλοιπα της οποίας διατηρούνται στον πεζόδρομο Δ. Γούναρη (τμήμα μεταξύ των οδών Α. Σβώλου και Ι. Μιχαήλ) ήταν πιθανόν το τελευταίο προς βορρά κτίριο του ανακτόρου που εκτείνονταν νοτιότερα

Η αίθουσα ήταν κτισμένη σε έναν νοητό άξονα με κατεύθυνση βορρά ? νότου στο νότιο άκρο του οποίου βρισκόταν ένα ακόμη μεγαλοπρεπές κτίριο η Βασιλική. Τα ερείπια του κτιρίου αυτού είναι ορατά στο νοτιοανατολικό τμήμα του αρχαιολογικού χώρου της πλατείας Ναυαρίνου. Το οικοδόμημα ήταν στραμμένο προς νότο και εξωτερικά είχε αρχικά τη μορφή Βασιλικής, ορθογώνιας δηλαδή αίθουσας με αψίδα στη βόρεια πλευρά. Εσωτερικά χωριζόταν σε δύο χώρους που επικοινωνούσαν μεταξύ τους: έναν ορθογώνιο προθάλαμο και μία μεγάλη αίθουσα, η οποία στη νότια πλευρά έφερε δύο κόγχες, ενώ προς βορρά κατέληγε στην υπερυψωμένη αψίδα. Οι δύο χώροι έφεραν πλούσιο διάκοσμο ο οποίος σήμερα σώζεται αποσπασματικά. Σε μεταγενέστερη οικοδομική φάση, πιθανόν τον 6ο αιώνα, νότια του προθαλάμου προστέθηκε μία ακόμη αίθουσα (Α), οι διαστάσεις της οποίας δεν είναι γνωστές, καθώς μεγάλο τμήμα της είναι θαμμένο κάτω από το οδόστρωμα της οδού Α. Σβώλου.



Η Βασιλική ήταν ένα μεγαλοπρεπές κτίριο, το οποίο λειτουργούσε ως αίθουσα υποδοχής και ακροάσεων. Η κάτοψη της ήταν ορθογώνια με ημικυκλική αψίδα στη νότια πλευρά και προθάλαμο με ψηφιδωτό δάπεδο στη βόρεια. Οι εξωτερικές διαστάσεις του κτιρίου ήταν 24x67μ., το ύψος του περίπου 30μ. και καλυπτόταν με στέγη. Εσωτερικά η Βασιλική ήταν μονόκλιτη και οι τοίχοι της ήταν επενδεδυμένοι με μάρμαρα. Το δάπεδο της αψίδας, με εξαίρεση το βόρειο τμήμα της που ήταν στρωμένο με μαρμάρινες πλάκες, έφερε ψηφιδωτό το οποίο διατηρείται μέχρι σήμερα.



Δυτικά της Βασιλικής βρίσκεται η κεντρική κτιριακή ενότητα του ανακτόρου. Αποτελείται από ένα κτίσμα διαστάσεων 30x40μ. με ένδεκα χώρους οι οποίοι οργανώνονται γύρω από τις τρεις πλευρές μιας σχεδόν τετράγωνης αυλής, η οποία περιβάλλονταν από στοά με κιονοστοιχίες. Το οικοδόμημα αυτό, στη μορφή που σώζεται σήμερα, αποτελούσε ένα κλειστό σύνολο που περικλειόταν από στεγασμένους φαρδείς διαδρόμους με ψηφιδωτά δάπεδα (δεύτερο μισό του 4ου μ.Χ. αιώνα), τα οποία αποτελούν τα σημαντικότερα και πιο ολοκληρωμένα δείγματα της καλλιτεχνικής αντίληψης που χαρακτηρίζει τον διάκοσμο του συγκροτήματος. Μεταξύ του ανατολικού διαδρόμου και της Βασιλικής υπάρχει ένα διώροφο διαμπερές κτίσμα - δεξαμενή - το οποίο κατασκευάσθηκε σε μεταγενέστερη οικοδομική φάση πιθανόν τον 7ο μ.Χ. αιώνα.



Η συνολική έκταση πού καταλάμβαναν τα λουτρά του συγκροτήματος δεν είναι γνωστή, γιατί η ανασκαφή τους δεν έχει ολοκληρωθεί. Το οικοδόμημα, κατά την αρχαιότητα υπέστη πολλές μετασκευές που αφορούν στην αλλαγή χρήσης των επιμέρους χώρων του. Η κάτοψη των αιθουσών, όπως σώζεται σήμερα, ανήκει στην τελευταία οικοδομική φάση του κτιρίου. Η είσοδος των λουτρών βρισκόταν στον βασικό άξονα που συνέδεε τη νότια είσοδο του συγκροτήματος με την κεντρική κτιριακή ενότητα. Ένας τετράγωνος προθάλαμος με ψηφιδωτό δάπεδο οδηγούσε σε μία μεγάλη ορθογώνια αίθουσα υποδοχής διακοσμημένη με έγχρωμα μάρμαρα στους τοίχους και στο δάπεδο. Στο βόρειο τοίχο της υπήρχαν αβαθείς κόγχες ενώ στο ανατολικό άκρο υπήρχε δεξαμενή κρύου νερού, η οποία μετέπειτα καταργήθηκε και στο κέντρο της κατασκευάσθηκε διακοσμητική ημικυκλική κρήνη. Δύο θύρες στο νότιο τοίχο της αίθουσας οδηγούσαν σε δύο ακόμη χώρους: έναν οκταγωνικό με εξαγωνικό λουτήρα χλιαρού νερού και έναν ορθογώνιο με αψίδα στη δυτική πλευρά, στο κέντρο της οποίας πιθανόν θα υπήρχε μαρμάρινος νιπτήρας για την παραγωγή ατμού. Αργότερα, η αψίδα μετασκευάσθηκε σε λουτήρα. Oι αίθουσες με τους λουτήρες θερμού νερού πρέπει να καταλάμβαναν το νότιο τμήμα του κτιρίου, το οποίο συνεχίζεται κάτω από τις οικοδομές της πλατείας Ναυαρίνου.



Το Οκτάγωνο κτίσθηκε δυτικά των λουτρών και η κύρια είσοδός του είναι στραμμένη προς τη θάλασσα. Η ανασκαφή του μνημειακού αυτού οικοδομήματος ξεκίνησε το 1950, και συνεχίσθηκε σταδιακά μέχρι το 1981 φέρνοντας στο φως το κτίσμα που βλέπουμε σήμερα, και νοτιότερα τμήμα περιστυλίου, το οποίο δεν είναι ορατό λόγω της ανέγερσης των σύγχρονων οικοδομών. Το κτίριο αποτελείται από μία οκταγωνική αίθουσα και έναν μνημειώδη προθάλαμο με δύο ημικυκλικές κόγχες στις στενές πλευρές. Ο προθάλαμος επικοινωνούσε, διαμέσου ανοίγματος που υπήρχε στη νότια τοιχοποιία, με ένα μεγάλο περίστυλο αίθριο πλάτους 47μ. και μήκους 88μ.. Η όψη του ανοίγματος διαμορφωνόταν με τριπλό τόξο (τρίβηλο) και δύο κίονες οι οποίοι διασώζονται κάτω από τα θεμέλια της οικοδομής επί της οδού Ισαύρων 3. Στο βόρειο άκρο της ανατολικής στοάς υπήρχε πεταλόμορφη κόγχη πλαισιωμένη με πεσσούς που υποβάσταζαν μαρμάρινο τόξο, γνωστό με το συμβατικό όνομα «Το μικρό τόξο του Γαλέριου», που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης.



Το Οκτάγωνο, κατά τη διάρκεια της κατασκευής του αλλά και κατά τη μακρόχρονη λειτουργία του, υπέστη πολλές επιδιορθώσεις και μετασκευές. Το κτίριο πιθανόν σχεδιάσθηκε ως κανονικό οκτάγωνο με ορθογώνιο εξωτερικά προθάλαμο. Σύμφωνα με την επικρατέστερη ιστορική έρευνα προορίζονταν ως αίθουσα ακροάσεων ή αίθουσα θρόνου των ανακτόρων, ενώ αργότερα λειτούργησε και ως χριστιανικός ναός. Τα δύο μικρά θολοσκεπή προσκτίσματα εκατέρωθεν της οκταγωνικής αίθουσας, η κατασκευή των οποίων ολοκληρώθηκε πιθανόν τον 6 μ.Χ. αιώνα, εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της λειτουργίας του ναού και ενδεχομένως να χρησίμευαν ως παστοφόρια.



Ο Ιππόδρομος ήταν κτισμένος νότια της κύριας λεωφόρου της πόλης που περνούσε κάτω από την Αψίδα, μεταξύ του τείχους της πόλης και του ανατολικού ορίου του ανακτόρου. Η χωροθέτηση αυτή επέτρεπε στον αυτοκράτορα να εισέρχεται, διαμέσου των οικοδομημάτων του ανακτόρου, στο αυτοκρατορικό θεωρείο (κάθισμα), που βρίσκονταν στο δυτικό σκέλος του Ιππόδρομου μεταξύ της «Αψιδωτής αίθουσας» και της Βασιλικής. Το οικοδόμημα όπως προκύπτει από την αρχαιολογική έρευνα, είχε μήκος περίπου 450μ. και πλάτος 95μ.. Στο βόρειο τμήμα του που ήταν καμπύλο, σχηματίζονταν δώδεκα χώροι που πλαισίωναν την κεντρική είσοδο και χρησίμευαν για τη στάθμευση και εκκίνηση των αρμάτων (ιππάφεση). Μία ακόμη είσοδος για τους θεατές των αγώνων υπήρχε στη σφενδόνη, δηλαδή στο νότιο κυκλικό τμήμα του οικοδομήματος, το οποίο οριοθετείται νότια της σημερινής οδού Μητροπόλεως. Η κατασκευή του Ιππόδρομου ανέρχεται στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα, ενώ σύμφωνα με τις γραπτές πηγές συνέχισε να λειτουργεί τουλάχιστον μέχρι τον 7ο μ.Χ. αιώνα. Οικοδομικά κατάλοιπα του Ιππόδρομου διατηρούνται σήμερα στα υπόγεια και στους ακάλυπτους χώρους των όμορων περιοχών.
Συντάκτης
Φανή Αθανασίου - Βενετία Μάλαμα - Μαρία Μίζα - Μαρία Σαραντίδου, ΙΣΤ' Ε.Π.Κ.Α.