Ένα από τα σημαντικά ανακτορικά συγκροτήματα της Μινωικής εποχής ήρθε στο φως τη δεκαετία του 1960 στις Αρχάνες της Κρήτης. Πρόκειται για το ανακτορικό συγκρότημα της πόλης των Αρχανών, η οποία βρίσκεται κάτω από τη σημερινή κωμόπολη με το ίδιο όνομα. Οι Αρχάνες ανήκουν διοικητικά στην επαρχία Τεμένους του Νομού Ηρακλείου, έχουν χτιστεί σε μια μικρή, κλειστή κοιλάδα και αποτελούν το νότιο όριο της εύφορης περιοχής του Ηρακλείου. Η κωμόπολη απέχει περίπου 15 χλμ. από το Ηράκλειο και πλαισιώνεται από λόφους (δυτικά των Αρχανών βρίσκεται ο Γιούχτας). Το κτηριακό συγκρότημα που ήρθε στο φως στην Τουρκογειτονιά Αρχανών έχει όλα τα χαρακτηριστικά των ανακτόρων της Κνωσού και της Φαιστού, στις διαστάσεις, τον προσανατολισμό, την αρχιτεκτονική και τα πλούσια υλικά κατασκευής και αποτελεί μνημείο διοίκησης και διαμονής.
Όπως όλα τα άλλα μινωικά ανάκτορα, έτσι και το ανακτορικό συγκρότημα των Αρχανών κτίστηκε γύρω στο 1900 π.Χ. (Παλαιοανακτορική περίοδος), διαθέτοντας ενιαίο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Οι ανασκαφές απέδειξαν ότι μετά την πρώτη κατασκευή του μικρές αλλαγές έγιναν σε μεταγενέστερες φάσεις. Τα λείψανα του κτίσματος αυτού και η καμαραϊκή κεραμική που βρέθηκε εκεί δείχνουν μια σημαντική ανάπτυξη. Γύρω στο 1700 π.Χ. επέρχεται η πρώτη καταστροφή του ανακτόρου των Αρχανών, πιθανόν από σεισμό. Το ανάκτορο ανοικοδομείται αμέσως, η ζωή του όμως διαρκεί μόνο μια εκατονταετία, καθώς νέος σεισμός το καταστρέφει. Η Κρήτη βρίσκεται σε λαμπρή περίοδο ανάπτυξης και οικονομικής άνθισης, στην περίοδο της ''Pax Minoica'' με τη μινωική θαλασσοκρατία στο Αιγαίο και τις εμπορικές σχέσεις στην Αίγυπτο και Μέση ανατολή. Το ανάκτορο των Αρχανών επανακατασκευάζεται, τα λείψανα του οποίου βλέπει σήμερα ο επισκέπτης. Η λαμπρή αυτή περίοδος διαρκεί περίπου λίγο παραπάνω από δυο αιώνες, όπου οι τέχνες φτάνουν στην κορύφωσή τους και δίνουν σημαντικά δείγματα. Η τελική πτώση της μινωικής Κρήτης και του ανακτόρου επέρχεται το 1450 π.Χ. Ωστόσο η ζωή συνεχίζεται και το ανάκτορο διέρχεται νέα περίοδο ακμής αυτή τη φορά κάτω από Μυκηναίους δυνάστες.
Το ανακτορικό συγκρότημα των Αρχανών αποτελεί σημαντικό τεκμήριο μινωικής αρχιτεκτονικής, ωστόσο προβληματίζει η κατασκευή του, όταν σε απόσταση περίπου 15 χλμ. βρισκόταν τα σημαντικότερο μινωικό ανάκτορο της Κνωσού. Πρόκειται για ''δίδυμα ανάκτορα'', όπως εκείνα της Φαιστού και της Αγ. Τριάδας. Η άποψη του A. Evans ότι πρόκειται για τη θερινή οικία των βασιλιάδων της Κνωσού και Φαιστού πρέπει να θεωρηθεί μάλλον ξεπερασμένη. Είναι πιο πιθανόν, ότι σε τέτοια γειτονικά ανάκτορα κατοικούσαν μέλη της βασιλικής οικογένειας με διάφορα καθήκοντα και συγκεκριμένες εξουσίες. Στις Αρχάνες ο βασιλικός ηγεμόνας πρέπει να έλεγχε την πλούσια ενδοχώρα σε νερά και πρώτες ύλες της περιοχής, ενώ συγκέντρωνε στα χέρια του και τη θρησκευτική ζωή της περιοχής που συνδύαζε σημαντικές λατρείες με κέντρα το ναό στα Ανεμόσπηλια και το ιερό κορυφής στο Γιούχτα.
Στις Αρχάνες σώζεται σήμερα το ανάκτορο της Νεοανακτορικής περιόδου. Ο κεντρικός πυρήνας του συγκροτήματος αποκαλύφθηκε στη λεγόμενη Τουρκογειτονιά της σημερινής κωμόπολης, ενώ σε κοντινά σημεία ήρθαν στο φως άλλα τμήματά του, όπως ο θεατρικός χώρος, το αρχείο και τα ιερά. Ορισμένοι τοίχοι του σώζονται σε ύψος πάνω από 2 μ. και διαθέτουν μεγάλα πάχη (πάνω από 1 μ.), επιβεβαιώνοντας την εικασία των επιπλέον ορόφων. Για την κατασκευή του ανακτόρου χρησιμοποιήθηκαν διάφορα είδη πέτρας (πωρόλιθος, κροκαλοπαγείς λίθοι, γυψόλιθος, κουσκουρόπετρα, σχιστόλιθος και μάρμαρο σε διάφορα χρώματα). Το εσωτερικό των τοίχων ήταν πολλές φορές διακοσμημένο με τοιχογραφίες, ενώ αρκετά από τα δάπεδα διέθεταν χρωματιστά κονιάματα.
Η κεντρική αυλή του ανακτόρου αποκαλύφθηκε στη νοτιοανατολική πλευρά του ανασκαμμένου τμήματος, όπου βρίσκεται η μια κεντρική, μνημειακή είσοδος καθώς και εξέδρα με βωμό. Στο βόρειο τμήμα αναπτύσσονται διάφορα δωμάτια, ένα μικρό κλιμακοστάσιο και ένας φωταγωγός. Πιθανόν ένα από τα δωμάτια αυτά (δωμάτιο 10, δυτικά της εισόδου) αποτελούσε ιερό χώρο, καθώς τα ιερά σκεύη (αγγεία, τράπεζα θυσιών) που βρέθηκαν εκεί και προέρχονται και από το δεύτερο όροφο μαρτυρούν κάτι τέτοιο. Ο όροφος του δυτικού τομέα πιθανόν δεν είχε βιοτεχνικό χαρακτήρα, αλλά διέθετε διαμερίσματα διαμονής σύμφωνα με τα ευρήματα, ενώ οι ισόγειοι χώροι χρησιμοποίησαν τους τοίχους του παλαιονακτορικού συγκροτήματος. Στο σημείο αυτό βρέθηκαν και ερείπια Μυκηναϊκής Εποχής. Τα εργαστήρια του ανακτόρου βρίσκονταν πιθανόν δυτικότερα του δυτικού τομέα (κεραμικοί τροχοί). Βόρεια του κεντρικού πυρήνα του ανακτόρου αποκαλύφθηκε από τον Evans υπόγεια δεξαμενή, η οποία πρέπει να τροφοδοτούσε το ανάκτορο με νερό. Στα νοτιοανατολικά του ανασκαμμένου χώρου αποκαλύφθηκε ο θεατρικός χώρος του ανακτόρου, που ήταν πλακόστρωτος, διασχιζόταν από ''πεζοδρόμια'' και διέθετε βωμό και ιερά κέρατα. Στα νοτιοδυτικά του κεντρικού πυρήνα ήρθε στο φως χώρος, όπου βρέθηκαν κεραμική και πινακίδες Γραμμικής Α γραφής. Πρόκειται για το αρχείο του ανακτόρου, το οποίο είναι ιδιαίτερα κατεστραμμένο από μυκηναϊκά και μεταγενέστερα στρώματα. Στον ίδιο χώρο βρέθηκαν ακατέργαστα κομμάτια ορείας κρυστάλλου, οψιανού και στεατίτη, επιβεβαιώνοντας ότι εκεί λειτουργούσε κάποιο εργαστήριο.
Ο πρώτος που επισήμανε τη σημασία του αρχαιολογικού χώρου των Αχαρνών ήταν ο Σ. Ξανθουδίδης το 1912. Ωστόσο, ο A. Evans διενήργησε πρώτος ανασκαφική έρευνα στην περιοχή το 1922, ανακαλύπτοντας τη δεξαμενή του ανακτόρου. Αργότερα πραγματοποίησαν μικρής έκταση έρευνες ο Σπ. Μαρινάτος και ο Ν. Πλάτων, χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα. Αυτοί που ανέδειξαν όμως τον αρχαιολογικό χώρο των Αρχανών με τις ανασκαφές τους, οι οποίες ξεκίνησαν το 1964 συνεχίζονται μέχρι σήμερα, ήταν ο Γ. Σακελλαράκης και η Ε. Σαπουνά-Σακελλαράκη.
|