Σε ένα υψηλό βραχώδη λόφο και σε μια ημιορεινή άγονη και με δύσκολη πρόσβαση περιοχή, στο Γαλατά Πεδιάδος, η αρχαιολογική έρευνα έφερε τελευταία στο φως ένα Μινωικό ανάκτορο διαφορετικό από τα άλλα. Τα νέα στοιχεία που προκύπτουν από τη μελέτη του ανακτόρου είναι ότι υπάρχει σύνδεση με τα μυκηναικά ανάκτορα και συγκεκριμένα με την κεντρική αίθουσα των μεγάλων μυκηναικών ανακτόρων γεγονός που προκύπτει από τη μεγάλη κεντρική εστία η οποία περικλείεται από κίονες.
Ο μεγάλος αριθμός των σκευών και των λίθινων εργαλείων ο οποίος βρέθηκε στους χώρους του ανακτόρου τεκμηριώνει την ανάπτυξη εξειδικευμένης τροφοπαρασκευαστικής δραστηριότητας σε βιοτεχνικό επίπεδο. Για λόγους τους οποίους αγνοούν οι ερευνητές, το ανάκτορο του Γαλατά εγκαταλείφθηκε στην περίοδο της ακμής του νεοανακτορικού πολιτισμού. Οι ανασκαφείς του εικάζουν ότι αυτή η εγκατάλειψη, η οποία αποτέλεσε ένα καθαρά τοπικό γεγονός, θα μπορούσε να συσχετιστεί με τον πλούτο της περιοχής, ο οποίος αναδεικνύεται μέσα από ευρήματα του γειτονικού σπηλαίου του Αρκαλοχωρίου.
Το ανάκτορο του Γαλατά έχει συνολική έκταση μαζί με τις εξωτερικές αυλές και τους δρόμους τέσσερα στρέμματα, σχεδόν όσο και το ανάκτορο της Ζάκρου. Τα πρώτα τμήματα υπολογίζεται ότι κτίστηκαν κατά τη Μεσομινωική περίοδο (1700-1650 π.Χ.), ενώ το ολοκληρωμένο ανακτορικό συγκρότημα κατασκευάστηκε λίγο αργότερα, την εποχή της ακμής των νέων ανακτόρων (1650-1600 π.Χ.).
Η ήδη υπάρχουσα ανατολική πτέρυγα ανακατασκευάστηκε, προστέθηκε το μαγειρείο, διαμορφώθηκαν λιθόστρωτοι δρόμοι στα νοτιοανατολικά και τη κεντρική αυλή, κατασκευάστηκε η δυτική πτέρυγα. Κατά το 1600 με 1500 π.Χ. άρχισε η παρακμή και τότε το συγκρότημα δέχτηκε την εισβολή τρωγλοδυτών. Κατά την περίοδο που ακολούθησε το κτήριο ερειπώθηκε.
|