Ένας από τους εντυπωσιακότερους μακεδονικούς τάφους στην περιοχή των αρχαίων Αιγών τόσο για την αρχιτεκτονική του μορφή, αλλά πολύ περισσότερο για τα ευρήματά του, είναι ο λεγόμενος «τάφος της Ευρυδίκης». Ο τάφος βρίσκεται στα βορειοδυτικά του οικισμού αμέσως δίπλα στο τείχος της αρχαίας πόλης. Είναι ο παλαιότερος μακεδονικός τάφος που έχει αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα και κατασκευάστηκε γύρω στο 340 π.Χ. για μια βασίλισσα, πιθανόν για μια από τις γυναίκες του Φιλίππου, ίσως όμως για την ίδια τη μητέρα του, την Ευρυδίκη, το όνομα της οποίας δόθηκε συμβολικά από τους αρχαιολόγους στον τάφο. Ο τάφος χρονολογήθηκε με ασφάλεια γύρω στο έτος 344/3, με βάση ένα όστρακο από παναθηναϊκό αμφορέα που ανακαλύφθηκε στην επίχωσή του και στο οποίο αναγραφόταν το όνομα του επώνυμου άρχοντα της Αθήνας, Λυκίσκου. Στην ποικιλία των μορφολογικών χαρακτηριστικών του εύκολα αναγνωρίζει κανείς τους πειραματισμούς και τον προβληματισμό του αρχιτέκτονα.
΄Οπως και τα άλλα ταφικά μνημεία αυτού του τύπου, ο «τάφος της Ευρυδίκης» αποτελείται από δυο θαλάμους και έχει εξωτερικές διαστάσεις 10,80 x 7,90 μ. Το κτίσμα είναι κατασκευασμένο από πωρόλιθους, στεγάζεται με καμάρα και έχει μαρμάρινη πόρτα στη μια στενή πλευρά, στην οποία οδηγούσε ο χαρακτηριστικός κατηφορικός «δρόμος». Η πρόσοψη του τάφου, που καλύφθηκε σχεδόν σε όλο της το ύψος από ένα δεύτερο τοίχο, δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική διαμόρφωση και η καμάρα του κρύβεται κάτω από ένα κέλυφος από πωρόλιθους, ώστε εξωτερικά η στέγη του να είναι επίπεδη, όπως ενός κιβωτιόσχημου. Αντίθετα με ότι συμβαίνει συνήθως στους μακεδονικούς τάφους, το μοτίβο της πρόσοψης - σκηνικού με ναόσχημη μορφή εμφανίζεται εδώ στον πίσω τοίχο του νεκρικού θαλάμου, στη μέση του οποίου κατασκευάστηκε πόρτα που δεν οδηγεί πουθενά, πλαισιωμένη από δυο ψευδοπαράθυρα και τέσσερις ραδινούς ιωνικούς κίονες. Η πρόσοψη επιστέφεται από ένα ιωνικό επιστύλιο και ζωγραφιστή σίμη, τα ζωηρά και εξαιρετικά καλοδιατηρημένα χρώματα της οποίας εντυπωσιάζουν. Πρόκειται πιθανόν για την είσοδο στον κάτω κόσμο, όπου τα κοσμήματα και τα χρώματα συναγωνίζονται τη διακόσμηση του μεγάλου μαρμάρινου θρόνου.
Μπροστά στην εσωτερική πρόσοψη του τάφου που κατασκευάστηκε στο νεκρικό θάλαμο βρέθηκε ένας επιβλητικός μαρμάρινος θρόνος με ύψος 2 μ., λαμπρά διακοσμημένος. Τα πόδια του θρόνου στολίζονται με ανάγλυφα επίχρυσα ανθέμια και έλικες με γυάλινους οφθαλμούς, ενώ ανάμεσά τους υπάρχουν στενές ζωφόροι με ενδιαφέρουσες συνθέσεις: επίχρυσα ανάγλυφα λιοντάρια και γρύπες σπαράζουν ελάφια και μοσχάρια σε κόκκινο φόντο. Δυο σειρές από σφίγγες και γυναίκες που χορεύουν στηρίζουν τα στηρίγματα των χωριών. Εκεί όμως που ο καλλιτέχνης είχε την ευκαιρία να αποδείξει τις ικανότητές του είναι το στήριγμα της πλάτης, πάνω στο οποίο έδωσε ένα από τα σημαντικότερα δείγματα υστεροκλασικής ζωγραφικής. Ο πίνακας είναι πλαισιωμένος από μια πολύχρωμη γιρλάντα από βλαστάρια ακάνθου. Το θεϊκό ζευγάρι του κάτω κόσμου, ο Πλούτωνας και η Περσεφόνη, προβάλλει κατά μέτωπο πάνω στο άρμα τους που το σέρνουν τέσσερα ρωμαλέα άλογα. Η εξαιρετική ποιότητα της διακόσμησης και η άριστη διατήρηση των χρωμάτων δίνουν στο θρόνο, πάνω στον οποίο είχε τοποθετηθεί η τεφροδόχος λάρνακα με τη στάχτη της νεκρής βασίλισσας, μια ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Ο τάφος ήταν συλημένος, περιείχε ωστόσο μερικά όμορφα αττικά ερυθρόμορφα αγγεία και άφθονα αλάβαστρα που θα ήταν γεμάτα με αρωματικό λάδι.
Το εντυπωσιακό αυτό ταφικό μνημείο ήρθε στο φως το 1987 από το Μ. Ανδρόνικο και την ομάδα του στα βορειοδυτικά της αρχαίας πόλης.
|