ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
 
 
Σε ένα λόφο, ο οποίος ονομάζεται «Βράχος?, στην κεντρική Εύβοια, λίγο ανατολικά από το χωριό Φύλλα, το οποίο ανήκει στο δήμο Ληλαντίων, δεσπόζει ένα μικρό αρχαίο φρούριο. Η διαμόρφωση του λόφου με απότομη κλίση προς νότο και γκρεμό προς βορρά προσφέρει φυσική κάλυψη και θέα στην εύφορη ληλάντιο πεδιάδα. Αντίθετα η θέα προς τα ανατολικά, προς την Ερέτρια, είναι περιορισμένη. Η θέση του λόφου, καθώς ελέγχει την πεδιάδα, αποτέλεσε πιθανόν το λόγο για την κατασκευή του αρχαίου φρουρίου στην κορυφή του. Από τα ευρήματα της ανασκαφικής έρευνας και το τρόπο κατασκευής του το φρούριο χρονολογήθηκε στην υστεροαρχαϊκή περίοδο. Πρόκειται για την περίοδο που οι Αθηναίοι με συμμάχους τους Ερετριείς υποτάσσουν τη Χαλκίδα, η οποία είχε συμμαχήσει με το Κοινό των Βοιωτών. Η μάχη αυτή έλαβε χώρα το 508 π.Χ., ενώ λίγο αργότερα, το 506 π.Χ., οι Αθηναίοι στέλνουν 4000 κληρούχους στη Εύβοια, εκμεταλλεύονται τα κτήματα στο Ληλάντιο πεδίο και επιβάλλουν το δημοκρατικό πολίτευμα στην πόλη της Χαλκίδας. Μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο μπορεί να εξηγηθεί και η κατασκευή του φρουρίου στο λόφο «Βράχος? από τους Αθηναίους, με σκοπό την προστασία των κληρούχων από δυσαρεστημένους Χαλκιδείς. Η διάρκεια λειτουργίας δεν ήταν μεγάλη, καθώς λίγα χρόνια αργότερα, το 490 π.Χ., η Εύβοια καταλήφθηκε από τους Πέρσες και βέβαια το φρούριο δεν είχε λόγο ύπαρξης πλέον. Όταν μετά τους Περσικούς πολέμους οι Χαλκιδείς ανακατέλαβαν την περιοχή, δεν είχαν λόγο να χρησιμοποιήσουν τα φρούριο, το οποίο πιθανόν κατεδάφισαν.

Η οχύρωση του φρουρίου περικλείει μια έκταση περίπου 230 x 80 μ. Ένα εγκάρσιο τείχος στη δυτική πλευρά, που χτίστηκε πιθανόν αργότερα από την κύρια οχύρωση, περιόρισε το μήκος του σε 180 μ. Η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως ένα μεγάλο κτήριο με διαστάσεις 111,98 x 7,02 μ., το οποίο κατέχει σχεδόν τη μια πλευρά του περιβόλου, και ένα δεύτερο μικρότερο κοντά στο βόρειο γκρεμό του λόφου. Το μεγάλο επιμήκες οικοδόμημα διέθετε μια σειρά από 20 όμοια δωμάτια (4,55 x 5,98 μ.), τα οποία χωρίζονται σε τέσσερις ομάδες μέσω τριών στενών διαδρόμων. Όλοι οι χώροι βλέπουν νότια σε ένα άλλο διάδρομο. Τα δωμάτια ήταν θεμελιωμένα πάνω σε χονδρές πέτρες και τα δάπεδα τους αποτελούνταν από πατημένο πηλό. Κεραμίδια κορινθιακού τύπου σκέπαζαν τα δυο κτήρια. Σε ένα δωμάτιο του μεγάλου κτηρίου αποκαλύφθηκε μια τετράγωνη κατασκευή από κεραμίδια στο κέντρο του, που θύμιζε ένα είδος εστίας. Το μεγάλο κτήριο πρέπει να ήταν πιθανόν ένα είδος στρατώνα μέσα στο φρούριο, όπου διέμενε η φρουρά.

Από τα ευρήματα της έρευνας εξέχουσα θέση κατέχει η κεραμική. Πρόκειται συνήθως για όστρακα μικρών αγγείων (ποτήρια, λυχνάρια) και αγγείων καθημερινής χρήσης (αμφορείς, λεκανίδες) χωρίς διακόσμηση. Μόνο λίγα από αυτά διέθεταν διακόσμηση, ενώ η εξέταση των σχημάτων, του πηλού και της τεχνικής απέδειξαν ότι το μεγαλύτερο μέρος είχε κατασκευαστεί στην κεντρική Εύβοια, λίγα όστρακα προέρχονταν από την Αττική και δυο όστρακα αντίστοιχα από το Άργος και την Κύπρο. Τα περισσότερα όστρακα ανήκουν χρονολογικά στην υστεροαρχαϊκή περίοδο, ενώ κάποια λιγοστά ανήκουν στην Πρώιμη Ελλαδική και γεωμετρική περίοδο. Από τα υπόλοιπα ευρήματα άξια αναφοράς είναι μια αιχμή βέλους, τέσσερα βότσαλα, ίσως σφενδονόπετρες, δυο κομμάτια από μόλυβδο και μερικά θραύσματα από λεπίδες οψιανού.

Η έρευνα στο φρούριο, το οποίο υπάγεται διοικητικά στις αρμοδιότητες της ΙΑ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, ξεκίνησε το 1902 από τον τότε Έφορο αρχαιοτήτων Γ. Παπαβασιλείου. Σχεδόν 100 χρόνια μετά ο χώρος του φρουρίου ερευνήθηκε καλύτερα από την ΙΑ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων σε συνεργασία με τη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή. Το 1994 έγινε μια τοπογραφική καταμέτρηση της περιοχής, το 1996 και 1999 πραγματοποιήθηκαν δοκιμαστικές τομές, ενώ κύριος στόχος της ανασκαφής ήταν η εξέταση του μεγάλου κτηρίου.