Το ακρωτήριο του Αρτεμισίου δεν είναι μόνο γνωστό για τη ναυμαχία που έλαβε χώρα εκεί τον Αύγουστο του 480 π.Χ. μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών, αλλά και για δυο μοναδικά χάλκινα αγάλματα, τα οποία ανασύρθηκαν από τη θαλάσσια περιοχή του και αποτελούν δείγματα υψηλής τέχνης. Πρόκειται για το το θεό (Δίας ή Ποσειδώνας) και το λεγόμενο «μικρό ιππέα? του Αρτεμισίου, τα οποία εκτίθενται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα. Η αξία των ευρημάτων αυτών είναι ιδιαίτερα μεγάλη, καθώς είναι από τα λίγα προτότυπα έργα που έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα, και πολύ περισσότερο χάλκικα. Τα χάλκινα έργα τέχνης, όταν πλέον δεν ήταν απαραίτητα στους μεταγενέστερους, μπορούσαν εύκολα να λιώσουν και να χρησιμοποιηθεί το μέταλλό τους για άλλους σκοπούς.
Ήταν τον 2ο ή αρχές του 1ου αι. π.Χ. όταν ένα πλοίο με τα δυο αυτά πολύτιμα έργα τέχνης έπλεε στο στενό του Αρτεμισίου, όπου και ναυάγησε. Η χρονολόγηση αυτή προκύπτει από την κεραμική, αγγεία και λυχνάρια που ανασύρθηκαν μαζί με τα αγάλματα. Η πορεία του πλοίου και ο χώρος που ήταν τοποθετημένα τα αγάλματα δεν είναι γνωστός. Αν και θεωρείται ότι ο Δίας ή Ποσειδώνας του Αρτεμισίου έχει κατασκευαστεί στην Αθήνα, δεν είναι απαραίτητο να είχε αφιερωθεί και σε ένα ιερό της Αττικής. Η κεραμική που βρέθηκε ωστόσο μαζί με τα αγάλματα συνδέεται με τη Μικρά Ασία και την Πέργαμο. Το πλοίο πρέπει να κατευθυνόταν είτε από Βορρά προς τη νότια Ελλάδα μέσω του Ευβοϊκού κόλπου είτε αντίστροφα. Στην προσπάθεια των αρχαιολόγων να συνδέσουν το ναυάγιο με διάφορα γνωστά ιστορικά γεγονότα έχουν προταθεί διάφορες απόψεις. Μια από αυτές αναφέρει ότι το πλοίο πιθανόν να μετέφερε λεία από τη Μακεδονία στη Ρώμη μετά την καταστολή της επανάστασης του Ανδρίσκου το 148 π.Χ. από τον Καικίλιο Μέτελλο. Μια δεύτερη άποψη ισχυρίζεται ότι το πλοίο είχε πορεία προς την Πέργαμο με λεία από την Κόρινθο μετά την άλωσή της από το Μόμμιο το 146 π.Χ. Ο περιηγητής Παυσανίας αναφέρει ότι ο Μόμμιος έδωσε τμήμα της λείας σε στρατηγό του Άτταλου Γ΄ Φιλοποιμένα, ο οποίος τη μετέφερε στην Πέργαμο. Κατά των δυο αυτών υποθέσεων στέκεται η χρονολόγηση της κεραμικής που βρέθηκε μαζί με τα αγάλματα και τοποθετείται άργοτερα από τα γεγονότα αυτά.
Το Απρίλιο του 1926 πιάστηκε στα δίχτυα ψαράδων από τη Σκιάθο ο αριστερός βραχίωνας του αγάλματος του θεού. Το υπόλοιπο τμήμα του αγάλματος ανασύρθηκε από τον πυθμένα της θάλασας δυο χρόνια αργάτερα και πάλι από ψαράδες και σφουγγαράδες, το Σεπτέμβριο 1928. Το χάλκινο άγαλμα μεταφέρθηκε αμέσως στην Αθήνα. Το Νοέμβριο του 1928 σε έρευνες υπό την αιγίδα πλέον του ελληνικού κράτους ήρθε στο φως το μπροστινό τμήμα του αλόγου και ο μικρός ιππέας. Μικρότερα τμήματα του δεύτερου αγάλματος βρέθηκαν το 1929, ενώ το πίσω μέρος του αλόγου ανασύρθηκε το 1936. Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου συντηρήθηκαν, ενώ τα χάλκινα αγάλματα αποτελούν από τότε δυο από τα κυριότερα εκθέματα του μουσείου.
|