Αποκαλύφθηκε τυχαία το 1822 επί Αγγλοκρατίας στην απότομη νοτιοανατολική πλαγιά του Κτήματος, λίγο ψηλότερα από τη βενετσιάνικη κρήνη, τη γνωστή ως πηγή του Καρδακίου, από την οποία έχει λάβει την ονομασία του. Η ανασκαφική διερεύνηση του μνημείου συνεχίστηκε από το Γερμανό αρχιτέκτονα-αρχαιολόγο W. Dorpfeld την περίοδο 1912-1914 παράλληλα με τις έρευνες που διεξήγαγε στο ιερό της Ήρας εντός του Κτήματος Mon Repos και στο ναό της Αρτέμιδος στους Αγίους Θεοδώρους. Αρκετά χρόνια αργότερα, τη διετία 1976-1977, πραγματοποιήθηκε ανασκαφική έρευνα στο χώρο από την ?ν ?θήναις Αρχαιολογική Εταιρεία και το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο υπό τη διεύθυνση των Γ. Δοντά και Α. Mallwitz.
Αποτελεί το καλύτερα σωζόμενο δείγμα ναού της Κέρκυρας και χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. (525-500 π.Χ.). Πρόκειται για δωρικό περίπτερο ναό μικρών διαστάσεων (11,91 x 25,5 μ.) των υστεροαρχαϊκών χρόνων, του οποίου το ανατολικό τμήμα έχει κατακρημνιστεί στη θάλασσα. Είχε έξι κίονες σε κάθε στενή πλευρά του και δώδεκα σε κάθε μία από τις μακρές πλευρές του, ενώ μέσα στο σηκό υπήρχε βωμός. Ο ναός παρουσιάζει αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητες που προέρχονται από το συγκερασμό στοιχείων του δωρικού και του ιωνικού ρυθμού καθώς και της αποικιακής αρχιτεκτονικής στη Μεγάλη Ελλάδα. Η κατά καιρούς απόδοσή του στη λατρεία του Απόλλωνα, του Ασκληπιού ή του Ποσειδώνα δεν έχει επιβεβαιωθεί ανασκαφικά. Δύο αναλημματικοί τοίχοι της περιόδου της Αγγλοκρατίας συγκρατούν το έδαφος στα νότια και δυτικά του ναού, ενώ πίσω τους σώζονται δύο τοίχοι των αρχαίων χρόνων που αποσκοπούσαν, επίσης, στην προστασία του μνημείου.
|