ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Ο ΧΩΡΟΣ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
 
 
75 μ. νοτιότερα του Ταφικού Κύκλου Β, κοντά στον τάφο της Κλυταιμνήστρας, φαίνονται καθαρά τα θεμέλια της συνοικίας του Λαδεμπόρου. Η συνοικία αυτή αποτελείται από 4 μεγάλα κτήρια: τη Δυτική Οικία, η οποία βρίσκεται δυτικά και παράλληλα στο δρόμο, την Οικία του Λαδεμπόρου που βρίσκεται μπροστά από τη Δυτική, την Οικία των Σφιγγών που βρίσκεται αριστερά της Οικίας του Λαδεμπόρου και την Οικία των Ασπίδων που βρίσκεται δεξιά της Οικίας του Λαδεμπόρου. Όλες οι οικίες ήταν διώροφες εκτός από τη Δυτική Οικία που δεν ήταν στο σύνολο της διώροφη. Οι οικίες αυτές ονομάστηκαν έτσι από χαρακτηριστικά αντικείμενα που βρέθηκαν σ' αυτές κατά τη διάρκεια των ανασκαφών.

Πολλοί αρχαιολόγοι θεωρούν ότι το συγκρότημα αυτό ήταν η παραγωγική συνοικία του ανακτόρου. Η Δυτική Οικία είχε περισσότερο διοικητικό και οικιακό χαρακτήρα ενώ οι Οικίες των Ασπίδων και των Σφιγγών χρησίμευαν ως εργαστήρια ελεφαντουργίας ή κατεργασίας άλλων υλικών και παράλληλα λειτουργούσαν και ως αποθήκες.

Στο κτιριακό αυτό συγκρότημα αναπτύχθηκε η μαζική παραγωγή πολύτιμων ειδών ελεφαντόδοντου, εξωτικών υλών και αρωματικών ελαίων. Τα πολύτεχνα ευρήματα πιστοποιούν τη μεγάλη άνθηση του εμπορίου και μαρτυρούν τη συμβολή του συγκροτήματος στις εξαγωγές των Μυκηναίων που κάλυπταν ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου.

Το συγκρότημα ξεκίνησε να λειτουργεί στις αρχές του 13ου αιώνα π.Χ. και καταστράφηκε στο β΄ μισό του ίδιου αιώνα από φωτιά. Ενδεχομένως η φωτιά ενισχύθηκε από τη μεγάλη ποσότητα λαδιού που ήταν αποθηκευμένο στα κτήρια και εξαιτίας της πολλής ξυλείας που χρησιμοποιούσαν οι Μυκηναίοι για την κατασκευή των διώροφων οικιών.

Μετά την πυρκαγιά, η συνοικία εγκαταλείφθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην πρωτογεωμετρική περίοδο (10ος-9ος αι. π.Χ.), συναντάμε χρήση του χώρου ανατολικά των Μυκηναϊκών οικιών, όπου βρέθηκαν θεμέλια μικρού ιερού και σε διάφορα άλλα σημεία τάφοι της ίδιας εποχής. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, όπως οι αποσπασματικοί τοίχοι, τα πηγάδια, οι βόθροι και οι τάφοι, μαρτυρούν ότι ο χώρος ξαναχρησιμοποιείται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αργότερα, ο χώρος εγκαταλείπεται οριστικά τόσο που κατά τους νεώτερους χρόνους την διαμορφωμένη σε πεζούλες πλαγιά καλλιεργούσαν οι κάτοικοι της περιοχής.

Στις ανασκαφές που έγιναν από το 1950 ως το 1963 ήρθαν στο φως κομψά, πολύτιμα αντικείμενα από ελεφαντόδοντο, όπως κεφάλια πολεμιστών και ομοιώματα οκτώσχημων ασπίδων. Βρέθηκαν επίσης πινακίδες της Γραμμικής Β και ενεπίγραφα αγγεία τα οποία μας δίνουν πληροφορίες για το πως λειτουργούσαν τα κτήρια και το πως έλεγχαν την παραγωγή οι Μυκηναίοι. Οι πινακίδες για παράδειγμα αναφέρονταν σε λογαριασμούς, απογραφές, καταλόγους ανδρών και γυναικών και πιστοποιούν ότι η χρήση της γραμμικής Β σχετιζόταν περισσότερο με τον έλεγχο που ασκούσε ο άνακτας στους υπηκόους του. Όλα αυτά τα ευρήματα, που αποτελούν μόνο ένα μέρος από αυτά που βρέθηκαν στην ανασκαφή, μαρτυρούν την ιδιαιτερότητα του χώρου και μας προκαλούν να τα επισκεφτούμε στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Μυκηνών και της Αθήνας.
Συντάκτης
Ε. Παλαιολόγου, Σ. Αγγελίδου, Β. Μαυροθαλασσίτη - αρχαιολόγοι