ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΦΩΤΟΘΗΚΗ
 
 
© Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, © ΚΔ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων
Η είσοδος του Δικταίου Άντρου
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά σπήλαια του νησιού βρίσκεται σε υψόμετρο 1025 μ. στις βόρειες πλαγιές της οροσειράς της Δίκτης. Το σπήλαιο του Ψυχρού αποτελεί πολύ σημαντικό λατρευτικό χώρο της μινωικής Κρήτης. Άλλωστε η χρήση των σπηλαίων ως κέντρων λατρείας ήταν από τα βασικά χαρακτηριστικά των θρησκευτικών αντιλήψεων των αρχαίων Κρητών. Η έρευνα απέδειξε ότι για μια εκτεταμένη χρονική περίοδο, από το 1800 περίπου π.Χ. ως τον 7ο αι. π.Χ., το σπήλαιο αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους λατρευτικούς χώρους της Κρήτης. Στο σπήλαιο κατέφθαναν πιστοί όχι μόνο από κοντινά σε αυτό σημεία, αλλά και από πολύ μακρινά μέρη, για να τιμήσουν τη θεότητα και να φέρουν αφιερώματα. Σταλακτίτες και σταλαγμίτες που έμοιαζαν με είδωλα έγιναν ανιτικείμενα λατρείας.

Το ιερό αυτό σπήλαιο ταυτίστηκε με το περίφημο Δικταίον Άντρον, το οποίο σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, είναι το σπήλαιο στο οποίο κατέφυγε η Ρέα για να γεννήσει το Δία. Η αίγα Αμάλθεια, που σύμφωνα με άλλο θρύλο ήταν Νύμφη, ανέθρεψε το Δία, ενώ οι Κουρήτες κάλυπταν το κλάμα του βρέφους με τους ήχους των όπλων τους και του άγριου χορού τους. Σύμφωνα με άλλους μύθους το θεό φρόντιζαν μέλισσες, περιστέρια ή ένας θηλυκός χοίρος. Κατά μια άλλη παράδοση το Δικταίον Άντρον ήταν το μέρος όπου ο Δίας έφερε την Ευρώπη, αφού την απήγαγε από τη Φοινίκη. Λεγόταν ακόμη ότι και ο Επιμενίδης, ο περίφημος μάντης της αρχαϊκής περιόδου, «κοιμήθηκε? στο σπήλαιο για πολλά χρόνια και είχε οράματα.

Η λατρεία αρχίζει μάλλον από την Πρωτομινωική περίοδο (2800 - 2300 π.Χ.) - αν και υπάρχουν στον προθάλαμο ίχνη παλαιότερης ανθρώπινης παρουσίας σε αυτό το σημείο. Τα κυριότερα όμως ευρήματα είναι της Μεσομινωικής περιόδου (1800 π.Χ.) και μεταγενέστερα, διότι η διάρκεια χρήσης του είναι μακραίωνη. Η χρησιμοποίησή του συνεχίζεται αδιάκοπα ως την γεωμετρική (8ος αι.π.Χ.) και ανατολίζουσα - αρχαϊκή περίοδο (7ος - 6ος αι. π.Χ.). Από τα ευρήματα φαίνεται ότι το σπήλαιο είχε επισκέπτες και κατά τη ρωμαϊκή ακόμη περίοδο. Οι πιστοί αφιέρωναν πολλά αναθήματα, όπως ειδώλια πιστών, θεών, ζώων, διπλούς πελέκεις, όπλα κλπ.

Ένα ανηφορικό μονοπάτι οδηγεί σε ένα πλάτωμα μπροστά στη στενή είσοδο του σπηλαίου, το οποίο αποτελείται από δύο τμήματα. Δεξιά ανοίγεται ένας προθάλαμος χωρίς σταλαγμιτική διακόσμηση (42 x 19 μ.), το λεγόμενο Άνω Σπήλαιο, στον οποίο υπήρχε ορθογώνιος βωμός ύψους 1 μ., κτισμένος με αργολιθοδομή. Στο χώρο αυτό αποκαλύφθηκαν επίσης νεολιθικά όστρακα, πρωτομινωικές ταφές (2800 - 2200 π.Χ.) και αναθήματα της Μεσομινωικής περιόδου (2200 - 1550 π.Χ). Στα σημαντικότερα ευρήματα περιλαμβάνονται πήλινα ειδώλια, τμήματα λίθινων αγγείων, καθώς και μικροί βωμοί με επιγραφές στη Γραμμική Α γραφή. Στο βορειότερο τμήμα του προθαλάμου αναπτύσσεται χαμηλός θάλαμος. Σε αυτόν βρέθηκε ένας ακανόνιστος περίβολος με δάπεδο λιθόστρωτο σε ορισμένα μέρη, που σχημάτιζε ένα είδος τεμένους.

Στο Κατώτερο Σπήλαιο, το οποίο χωρίζεται σε πέντε μικρά και μεγαλύτερα διαμερίσματα, και όπου βρίσκεται μια μικρή λίμνη και τεράστιοι σταλαγμιτικοί και σταλακτιτικοί σχηματισμοί, αποκαλύφθηκαν τα περισσότερα αφιερώματα: ειδώλια ζώων, χάλκινα εργαλεία, μαχαίρια, βέλη, αναθηματικοί διπλοί πελέκεις, ξυράφια, λεπίδες, σφραγιδόλιθοι, κοσμήματα, χάλκινα ειδώλια, που παριστάνουν άνδρες και γυναίκες σε λατρευτικές στάσεις και χάλκινα πλακίδια, που εικονίζουν νέους ανδρες που κουβαλούν ζώα ως προσφορές στη θεότητα. Η μεγάλη αίθουσα του κατώτερου σπηλαίου (84 x 38 μ.) είναι κατωφερής, ενώ στο βάθος και αριστερά υπάρχει μικρός θάλαμος, μία εσοχή του οποίου ονομάστηκε ως το «λίκνον? του Δία. Δεξιά αναπτύσσεται μεγαλύτερος θάλαμος (25 x 12 μ.) που χωρίζεται σε δύο τμήματα, στο ένα από τα οποία υπάρχει μικρή λίμνη, ενώ στο άλλο υπάρχει ένας ιδιαίτερα εντυπωσιακός σταλακτίτης, «ο μανδύας του Δία?.

Στις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα κάτοικοι της περιοχής βρήκαν στο σπήλαιο διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα. Αυτά παρακίνησαν τον αρχαιολόγο Ιωσήφ Χατζηδάκη να το επισκεφτεί το 1886 μαζί με τον Ιταλό F. Halbherr και να διεξάγουν πρόχειρη ανασκαφική έρευνα. Ανάλογες έρευνες έκαναν ο A. Evans το 1897, ο J. Demargne και ο G. Hogarth το 1899. Ωστόσο συστηματικές έρευνες δεν έχουν γίνει μέχρι σήμερα. Το σύνολο σχεδόν των ευρημάτων που προέκυψαν από λαθρανασκαφές και επίσημες ανασκαφές δημοσιεύθηκε από τον J. Boardman το 1961. Τα πολυάριθμα αναθήματα που αποκαλύφθηκαν βρίσκονται σήμερα μοιρασμένα ανάμεσα στο Μουσείο Ηρακλείου και το Ashmolean Museum της Οξφόρδης.
Συντάκτης
Β. Ζωγραφάκη, αρχαιολόγος
`