ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
 
 
Το κτηριακό σύνολο που αποκαλύφθηκε πάνω σε ένα λόφο (σε υψόμετρο 500 περίπου μ. από την επιφάνεια της θάλασσας), γνωστό ως Σουβλωτό Μουρί, απέναντι από το Χαμέζι Σητείας και χρονολογείται στη Μεσομινωική ΙΑ περίοδο (2160/1979 - 20ός αι. π.Χ.) εντυπωσιάζει με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του μορφή. Πρόκειται για μια οικία με ελλειψοειδή μορφή, η οποία χτίστηκε πάνω σε οικοδομήματα της Πρωτομινωικής περιόδου (3650/3500 - 2160/2025 π.Χ.), ενώ αργότερα έγιναν μικρές προσθήκες και αλλαγές. Οι παλαιότεροι μελετητές θεώρησαν το κτίσμα ως ιερό εξαιτίας του ελλειπτικού του σχήματος, όμως νεότερες έρευνες απέδειξαν ότι πρόκειται για οικία, τη μοναδική των μινωικών χρόνων με το σχήμα αυτό. Η θέση του μνημείου στην κορυφή του λόφου και η εξαιρετική θέα στον κόλπο της Σητείας παρείχαν στους κατοίκους του κτίσματος τη δυνατότητα της εποπτείας και του ελέγχου της γύρω περιοχής.

Πρόκειται για τον ενδιάμεσο αρχιτεκτονικό τύπο μεταξύ κυκλικού και ορθογώνιου κτηρίου. Σώζονται δύο οικοδομικές φάσεις. Τα παλαιότερα κτήρια, που ανήκουν στην Πρωτομινωική περίοδο, εκτείνονται και έξω από την ανατολική πλευρά του πρώιμου οικοδομήματος και πρόκειται για κατοικίες Μινωιτών αγροτών. Οι τοίχοι μάλιστα αυτών των κτισμάτων έχουν έντονη καμπυλότητα. Η ανακάλυψη ειδωλίων δημιούργησε την υπόνοια ότι επρόκειτο για ιερό κορυφής, φαίνεται όμως πως στην πραγματικότητα ήταν οικιακό ιερό που είχε ενσωματωθεί στην οικία. Η κύρια είσοδος της ελλειπτικής οικίας της Μεσομινωικής περιόδου βρισκόταν στη νοτιοανατολική πλευρά και ήταν πλακόστρωτη, ενώ υπήρχε και δεύτερη είσοδος στη βορειοδυτική πλευρά. Οι εξωτερικοί τοίχοι της σώζονται σε ύψος από ένα μέτρο μέχρι πενήντα πόντους και έχουν πλάτος 1 μ. Πυρήνας του κτηρίου ήταν ένα πλακόστρωτο αίθριο, με το οποίο συγκοινωνούσαν με ανοίγματα (θύρες) τα γύρω δωμάτια. Στο κέντρο του αιθρίου υπήρχε δεξαμενή στην οποία συγκεντρώνονταν τα νερά της βροχής από τη στέγη της κατοικίας, ενώ ένας αγωγός, καλυμμένος από πλάκες, χρησίμευε για την εκροή του νερού σε περίπτωση υπερχείλισής της. Οι εσωτερικοί τοίχοι έχουν κατασκευαστεί με μικρές πέτρες και πηλό και δε φέρουν ίχνη κονιάματος, ενώ τα δάπεδα είναι από κοινή πατημένη γη και μόνο η είσοδος ενός δωματίου είναι πλακόστρωτη. Στο βόρειο δωμάτιο υπήρχε μικρό οικιακό ιερό όπου βρέθηκε εστία, πήλινος βωμός και ειδώλια. Σώζεται επίσης η σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο της κατοικίας. Στα κινητά ευρήματα συμπεριλαμβάνονται τμήματα πίθων, πλήθος οστράκων, πολλά υφαντικά βάρη, λίθινα αγγεία και πώματα, καθώς και τριπτήρες και ακόνια.

Η οικία του Χαμεζίου ανασκάφηκε το 1903 από τον Στ. Ξανθουδίδη, ενώ ο D. Mackenzie διατύπωσε στην ανασκαφική του έκθεση (1907) σωστές παρατηρήσεις σχετικά με την αρχιτεκτονική διαρρύθμιση του κτηρίου. Το 1971, σε νεότερες έρευνες καθαρισμού και στερεώσεων από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ανατολικής Κρήτης που διηύθυνε ο τότε έφορος αρχαιοτήτων Κ. Δαβάρας, ήλθαν στο φως στοιχεία που μετέβαλαν ή ενίσχυσαν κάποια από τα προηγούμενα συμπεράσματα. Παρατηρήσεις για τη χρήση του κτηρίου έκαναν επίσης ο Στ. Αλεξίου και ο Ν. Πλάτων.
Συντάκτης
Χρ. Σοφιανού, αρχαιολόγος