Το Σπήλαιο Ανδρίτσας βρίσκεται στη νοτιοδυτική Αργολίδα, στις υπώρειες του όρους Ζάβιτσα, ανάμεσα στους οικισμούς Βελανιδιά και Ανδρίτσα. Αποτελείται από μεγάλη ενιαία αίθουσα, διαστάσεων περίπου 75 Χ 65 μ., στην οποία η πρόσβαση είναι δυνατή από κάθετο αγωγό μήκους 14 μ. περίπου (σπηλαιοβάραθρο). Στο μεγαλύτερο τμήμα του χώρου έχει δημιουργηθεί διάκοσμος από σταλακτίτες, σταλαγμίτες, δίσκους, λιθωματικές κουρτίνες και μεγάλες σταλαγμιτικές κολώνες, που μαζί με τις εκτεταμένες κατακρημνίσεις έχουν συμβάλει στον κατακερματισμό του σπηλαίου σε πολλά επίπεδα και επιμέρους χώρους.
Η εξερεύνησή του στις αρχές του 2004 από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας Νότιας Ελλάδας έφερε στο φως ένα ιδιαίτερα ασυνήθιστο αρχαιολογικό εύρημα: διάσπαρτο σε μεγάλη έκταση στο δάπεδο του σπηλαιοβάραθρου και αποτεθημένο κατά χώραν βρέθηκε σύνολο ανθρώπινων σκελετικών λειψάνων, συγκεντρωμένων σε μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες και σε άμεση συνάφεια με συστάδες ακέραιων πήλινων αγγείων και λυχναριών, μετάλλινων αντικειμένων καθημερινής χρήσης και πολυάριθμων νομισμάτων, άθικτων από μεταγενέστερη ανθρώπινη επέμβαση. Τα ανθρώπινα κατάλοιπα, σε κατάσταση αποσάθρωσης, ανήκαν σε περισσότερα από 50 άτομα, κατανεμημένα σε 15 ομάδες σε σχέση και με τα άλλα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Βρίσκονταν κυρίως σε συνεσταλμένη στάση, χωρίς ίχνη ταφής, στην επιφάνεια του δαπέδου του σπηλαίου ή μέσα σε λεπτές οργανικές επιχώσεις και ανήκαν σε άτομα κατά κανόνα νεαρής και πολύ νεαρής ηλικίας, που πέθαναν στη στάση που βρέθηκαν ή μετατοπίσθηκαν αμέσως μετά το θάνατό τους. Όπως προκύπτει από τις μέχρι τώρα μελέτες, πρόκειται για βιολογικά ομοιογενές σύνολο συγγενών ατόμων, η εγκατάσταση των οποίων έγινε στο χώρο κατά οικογενειακές ομάδες, που προέρχονταν από την ευρύτερη περιοχή του σπηλαίου.
Από τη μελέτη του αρχαιολογικού υλικού προκύπτει ότι η χρήση του Σπηλαίου Ανδρίτσας είχε χαρακτήρα περιστασιακό και μικρής χρονικής διάρκειας, με σαφείς ενδείξεις ότι η εγκατάσταση ήταν προμελετημένη και οργανωμένη. Η θέση και κατανομή των ευρημάτων καθώς και η μορφολογία του χώρου και η βαραθρώδης πρόσβαση στο εσωτερικό του αποκλείουν την συστηματική ή έστω εποχική κατοίκησή του, ενισχύοντας την πιθανότητα το σπήλαιο να αποτέλεσε οργανωμένο καταφύγιο, σε συνθήκες κινδύνου, από ομάδα κατοίκων γειτονικού οικισμού, οι οποίοι για αδιευκρίνιστο λόγο βρήκαν τραγικό θάνατο μέσα σε αυτό. Το κατώτατο χρονικό όριο για τη χρήση του σπηλαίου δίνει ένα χρυσό νόμισμα εποχής Τιβερίου Κωνσταντίνου (578-582). Η ερμηνεία του συνόλου παραμένει ανοιχτή, αλλά η σημασία του οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι πρόκειται για κλειστό αρχαιολογικό εύρημα, ενώ συγχρόνως απηχείται ένα συγκεκριμένο ιστορικό επεισόδιο, το οποίο μπορεί να τοποθετηθεί χρονικά ανάμεσα στο τέλος του 6ου και τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα μ.Χ.
Επιλεγμένα ευρήματα του σπηλαίου εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους. Το σπήλαιο δεν αποτελεί οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο.
|