|
|
|
|
|
Κάτοψη του ναού του Στρατίου Διός
|
|
|
Η αρχαία Στράτος ήταν κτισμένη πολύ κοντά στη δυτική όχθη του Αχελώου ποταμού, στα σύνορα με την Αιτωλία. Η πόλη ήταν το παλαιό κέντρο του Κοινού των Ακαρνάνων, πάρισο του αιτωλικού Θέρμου, και το ιερό του Διός ήταν το λατρευτικό και πολιτικό κέντρο όλων των Ακαρνάνων. Το Κοινό είχε συσταθεί από τον 4ο αι. π.Χ. και κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα κτίστηκε και ο επιβλητικός ναός του Διός. Το όνομα του ναού μας έγινε γνωστό, όταν κατά τη διάρκεια των ανασκαφών βρέθηκε απελευθερωτική επιγραφή διδάσκουσα ότι ο ναός ήταν αφιερωμένος στο Δία. Κάτω από το λόφο και γύρω από το ναό συγκεντρωνόταν και στρατοπέδευε ο ακαρνανικός στρατός.
Ο ναός, στο κέντρο της δυτικής πλευράς της πόλης και στην κορυφή υψώματος, προσέφερε απεριόριστη θέα, τόσο στο εσωτερικό της πόλης, όσο και στην πεδιάδα της «Στρατικής». Για την ακρίβεια, ο περίφημος ναός του Στρατίου Διός ήταν ενσωματωμένος στο δυτικό άκρο (και εν μέρει εκτός) της οχύρωσης της αρχαίας πόλης, στη θέση παλαιότερου ναού. Οι Στρατίοι, αφού ισοπέδωσαν την κορυφή του λόφου και έριξαν τα θεμέλια του ναού, για την ενίσχυση της έδρασής του, κατασκεύασαν ορθογωνικό ανάλημμα που συνδέθηκε με το στερεοβάτη του ναού με εγκάρσιους τοίχους. Σχηματίστηκε έτσι, ένα είδος σχάρας που ενίσχυε τη θεμελίωση του ναού και απέτρεπε την ολίσθηση του εδάφους. Ο περίπτερος δωρικός ναός κτίστηκε στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. και είναι δομημένος από ντόπιο συμπαγή γκριζωπό ασβεστόλιθο, ενώ στις αφανείς κατασκευές του στερεοβάτη από ευτελή πράσινο πώρο. Σύμφωνα με τον Α. Ορλάνδο, ο οποίος στηρίχτηκε σε αρχιτεκτονικά χρονολογικά δεδομένα και σε ιστορικά δεδομένα, ο ναός πρέπει να κτίστηκε στα χρόνια της μεγάλης ακμής της Ακαρνανίας μετά το 328 π.Χ. και έως το 313 π.Χ.
Ο ναός, διαστάσεων 34,19μ. x 18,39μ., έφερε έξι κίονες στη στενή και έντεκα στη μακριά πλευρά του. Από τους κίονες του πτερού σώζονται στη θέση τους πέντε σφόνδυλοι της βόρειας πλευράς και ένας της ανατολικής. Η κρηπίδα του ναού αποτελείται από τρεις αναβαθμούς. Ο ναός διαιρούνταν σε πρόναο, σηκό και οπισθόδομο. Ο πρόναος και ο οπισθόδομος φέρουν από δύο αρράβδωτους κίονες εν παραστάσει, από τους οποίους σώζονται κατά χώρα μόνο οι κατώτατοι σφόνδυλοι. Σχετικά με το σηκό του ναού που ήταν ορθογώνιου σχήματος, διακρίνονται ίχνη των πλακών του δαπέδου του. Ο σηκός είχε πλάγια κλίτη ψηλότερα του κεντρικού και έφερε εσωτερικά κιονοστοιχίες με τέσσερις κίονες σε κάθε κλίτος, οι οποίοι στήριζαν και την οροφή. Οι κίονες μάλιστα, ήταν τοποθετημένοι κοντά στον τοίχο του σηκού. Σύμφωνα με τον Ορλάνδο, η οροφή του πρόναου και του οπισθόδομου ήταν ξύλινες, ενώ το κεντρικό τμήμα του σηκού ήταν υπαίθριο. Οι δωρικοί κίονες του ναού είχαν αρράβδωτο κορμό, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο ναός ίσως έμεινε ημιτελής. Η ολοκλήρωσή του φαίνεται ότι διακόπηκε, λόγω πολεμικών συγκρούσεων με τους Αιτωλούς. Οι μετόπες του ναού θα πρέπει να ήταν ζωγραφιστές. Τέλος, στα νοτιοανατολικά του ναού δεσπόζει ο βωμός και βάσεις αναθημάτων. Στο βωμό βρέθηκαν πολλά τεμάχια πήλινων ειδωλίων αλλά και επιγραφών, ως επί το πλείστον ψηφισμάτων.
Ο W.M. Leake ήταν ο πρώτος περιηγητής που επισκέφτηκε τα ερείπια της Στράτου το 1805, ενώ ο L. Heyzey ο πρώτος που αποτύπωσε τα ερείπια του ναού το 1856. Ανασκαφές στο ναό πραγματοποιήθηκαν από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή από το 1892 έως το 1913 και το 1924, οπότε και ακολούθησε η δημοσίευσή του, μαζί με τις επιγραφές που βρέθηκαν εκεί. Η σημαντικότερη μελέτη του μνημείου και η σωστότερη αποκατάστασή του δημοσιεύτηκε το 1925 από τον Α. Ορλάνδο.
|