Ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου είναι τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική που απολήγει σε τρεις κόγχες ανατολικά. Το κεντρικό κλίτος είναι υπερυψωμένο. Τα κλίτη χωρίζονται μεταξύ τους με εναλλαγή πεσσών και κιόνων, ενώ ο εσωνάρθηκας επικοινωνεί με το κεντρικό κλίτος μέσω τριβήλου ανοίγματος. Ο εξωνάρθηκας είναι μεταγενέστερος.
Η αρχική φάση του υφιστάμενου κτίσματος έχει χρονολογηθεί από παλιά στα τέλη 11ου ή αρχές 12ου αιώνα, κυρίως με βάση τη χρονολόγηση της αρχικής φάσης του ζωγραφικού του διακόσμου. Ωστόσο νεότερες μελέτες τείνουν να τοποθετήσουν το μνημείο γύρω στο 1000. Η αποκάλυψη τμημάτων ψηφιδωτού δαπέδου κάτω από το σύγχρονο δάπεδο του ναού και τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του μνημείου, δηλαδή ο αρχιτεκτονικός του τύπος, η ύπαρξη τριβήλου, συνθρόνου και ενός ανακατασκευασμένου από σπόλια μαρμάρινου άμβωνα με δύο κλίμακες ανόδου, οδήγησε στην υπόθεση ότι ο βυζαντινός ναός ανεγέρθηκε στα θεμέλια παλαιοχριστιανικής βασιλικής, της οποίας διατήρησε το περίγραμμα.
Εσωτερικά ο ναός είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες, που ανήκουν σε δύο διαφορετικές φάσεις. Το παλαιότερο ζωγραφικό στρώμα, που χρονολογείται στα τέλη 11ου - αρχές 12ου αι., διατηρείται αποσπασματικά στο ανατολικό άκρο του νοτίου κλίτους. Το μεγαλύτερο τμήμα του σωζόμενου ζωγραφικού διακόσμου, ο οποίος εκτελέστηκε από τον ιερέα Κυριαζή και τον κρητικό μοναχό Νεόφυτο, γιο του ζωγράφου Θεοφάνη χρονολογείται στα 1573. Την ίδια εποχή ο ναός γνώρισε εκτεταμένες επισκευές. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του νάρθηκα χρονολογείται στον 18ο αι.
|