ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
 
 

Η μονή της Παναγίας Δουραχάνης ή Ντουραχάνης βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Μιτσικέλι, απέναντι από την πόλη των Ιωαννίνων. Είναι αφιερωμένη στο Γενέσιο της Θεοτόκου.

Το μοναστήρι κατά την παράδοση κτίστηκε το 1434 από τον Ντουραχάν πασά, Μπεϋλέρμπεη της Ρούμελης επί σουλτάνων Μουράτ Β? και Μωάμεθ Β?. Το 1434 ο Ντουραχάν πασάς κινήθηκε με ισχυρό στράτευμα από τη Θεσσαλία, όπου είχε την έδρα του, μέσω Κατάρας και Ιωαννίνων προς το Αργυρόκαστρο, με σκοπό να καταπνίξει την ανταρσία του Αλβανού τοπάρχη Αριανίτη Σπάτα Κομνηνού. Αφού πέρασε την περιοχή της Κατάρας νύχτωσε στη θέση της σημερινής μονής και μη γνωρίζοντας, ότι βρίσκεται μπροστά στην παγωμένη λίμνη των Ιωαννίνων, η στρατιά πέρασε πάνω από τα παγωμένα νερά και συνέχισε την πορεία της προς το Αργυρόκαστρο. Μετά την νικηφόρα έκβαση της επιχείρισης ο Ντουραχάν, που εν τω μεταξύ είχε πληροφορηθεί τον κίνδυνο που διέτρεξε περνώντας χωρίς να το ξέρει με το στράτευμά του πάνω από την παγωμένη Παμβώτιδα, επιστρέφοντας στη Θεσσαλία, διέταξε να χτιστεί μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία, στη θέση όπου κατεβαίνοντας από τον Δρίσκο, είχε συνατήσει ένα εικονοστάσι. Ο πασάς, που κατά την παράδοση είχε γονείς χριστιανούς, θεώρησε ότι ο ίδιος και το στράτευμά του σώθηκαν χαρη σε θαυματουργό επέμβαση της Παναγίας.

Σύμφωνα με άλλη άποψη ιδρυτής της μονής δεν ήταν ο Ντουραχάν, αλλά ένας άλλος πασάς, ο οποίος επέκτεινε το μοναστήρι, που προϋπήρχε στη συγκεκριμένη θέση. Άλλοι αποσυνδέουν οποιαδήποτε φάση οικοδόμησης της μονής από τη χορηγία του φημισμένου στρατηγού Ντουραχάν, υποστηρίζοντας ότι η επωνυμία Δουραχάνη προέρχεται από κάποιν Δουρ, ενδεχομένως κατώτερο αξιωματούχο, που μετονομάσθηκε σε Δουραχάν, επειδή έκτισε κοντά στη μονή κάποιο χάνι.

Από ενθυμήσεις, καταχωρημένες σε διάφορα εκκλησιαστικά βιβλία, η ύπαρξη της μονής βεβαιώνεται με ασφάλεια στις αρχές του 19ου αιώνα. Παρόλο, που κάηκε ολοσχερώς το 1825, το 1830 κτίστηκε εκ θεμελίων και εξακολούθησε να λειτουργεί έως το 1933, έτος κατά το οποίο το μοναστήρι λεηλατήθηκε και δολοφονήθηκε ο ηγούμενός του.

Το καθολικό έχει μορφή τρίκλιτης βασιλικής, με υπερυψωμένο νάρθηκα στο δυτικό τμήμα και ανοικτή στοά (χαγιάτι) νότια, που στηρίζεται σε πεσσούς. Η αψίδα του Ιερού έχει λαξευθεί στο φυσικό βράχο. Εσωτερικά ο ναός χωρίζεται σε τρία κλίτη. Το μεσαίο καλύπτεται με σειρά θόλων, ενώ τα πλάγια με τεταρτοκυκλική καμάρα, που διακόπτεται από εγκάρσια τεταρτοκυκλικά τόξα.

Αξιόλογης τέχνης είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο, ο άμβωνας και ο αρχιεπισκοπικός θρόνος του ναού. Οι εικόνες του τέμπλου χρονολογούνται το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η αρχική τοιχογράφηση του ναού, τοποθετείται στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Δείγματά της διατηρούνται στην κατώτερη ζώνη του νότιου τοίχου(μετωπικοί άγιοι) στους τρουλίσκους του κεντρικού κλίτους και στο Ιερό Βήμα (Παναγιά βρεφοκρατούσα, ανάμεσα σε αγγέλους και προφήτες). Εξωτερικά ο ναός καλύπτεται από δίρριχτη στέγη, με αποτμήσεις στις στενές πλευρές. Η τοιχοποιία αποτελείται από στρώσεις καλοδουλεμένων ορθογώνιων λίθων.

Διώρωφα κελιά αναπτύσσονται στα δυτικά και στα νότια του καθολικού, σε επαφή με τον τοίχο του περιβόλου.

Το μοναστήρι από το 1974 είναι ξανά ενεργό και λειτουργεί σε αυτό οικοτροφείο-σχολείο. Η φήμη του μάλιστα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη, λόγω της μεγάλης φιλανθρωπικής και κοινωνικής του δράσης, τόσο στην περιοχή των Ιωαννίνων, όσο και στην ευρύτερη περιοχή. Η μονή ενισχύει οικονομικά και ηθικά πολλές οικογένειες με τη μορφή συσσιτίου, ένδυσης και γενικότερης υποστήριξης επιτελώντας ένα αξιοζήλευτο κοινωνικό έργο.