|
|
|
|
|
Το θέατρο Στράτου και άποψη της ευρύτερης περιοχής
|
|
|
Η Στράτος υπήρξε η μεγαλύτερη αρχαία ακαρνανική πόλη στη δυτική όχθη του Αχελώου. Οι ανασκαφές στην περιοχή έφεραν στο φως, μεταξύ άλλων, το θέατρο της αρχαίας πόλης που βρίσκεται εντός των τειχών της, στα ανατολικά του διατειχίσματος και σε μικρή απόσταση από την αγορά. Έχει κτιστεί σε κοίλωμα πλαγιάς που προσφέρει θέα στον ποταμό Αχελώο και την κοιλάδα του. Το θέατρο χρονολογείται στο τέλος του 4ου αι. π.Χ., αλλά ανακατασκευές και επιδιορθώσεις σε αυτό έγιναν τον 3ο και 2ο αι. π.Χ., κυρίως στο σκηνικό οικοδόμημα. Αποτελεί το μεγαλύτερο από τα πέντε έως σήμερα αποκαλυφθέντα θέατρα στο Ν. Αιτωλοακαρνανίας, αφού η χωρητικότητά του υπολογίζεται σε 6.000 περίπου θεατές. Σήμερα σώζονται οι θεμελιώσεις όλων των μερών του θεάτρου, δηλαδή του κοίλου, της ορχήστρας, της σκηνής και του προσκηνίου.
Το θέατρο είναι σκαλισμένο στο φυσικό βράχο και για την κατασκευή του έχουν χρησιμοποιηθεί κυρίως γκριζοπράσινοι ντόπιοι ψαμμιτόλιθοι (στο κοίλο και στη σκηνή). Αντίθετα, στα κατώτερα τμήματα του κοίλου, στην κρηπίδα της περιφέρειας της ορχήστρας και στον αποχετευτικό αγωγό έχει χρησιμοποιηθεί λευκή ασβεστολιθική πέτρα Λεπενούς. Από το θέατρο διατηρούνται σε καλή κατάσταση ορισμένες σειρές εδωλίων, οι προεδρίες, η ορχήστρα και ο αποχετευτικός αγωγός. Από το σκηνικό οικοδόμημα σώζεται η θεμελίωση του προσκηνίου και των παρασκηνίων, καθώς και τμήματα των ραμπών ανόδου των ηθοποιών στη σκηνή. Στο ημικυκλικό κοίλο σώζονται τουλάχιστον τριάντα τρεις σειρές εδωλίων. Το κοίλο με δώδεκα κλίμακες ανόδου χωρίζεται σε έντεκα κερκίδες, ενώ δεν υπάρχει διάζωμα. Στο ΒΑ τμήμα του θεάτρου σώζονται σχεδόν ακέραιες δύο κερκίδες και στην πρώτη σειρά των εδωλίων σώζονται έντεκα προεδρίες, που προορίζονταν για τον ιερέα του Διονύσου και τους ανώτερους κρατικούς λειτουργούς, κατασκευασμένες από ψαμμιτόλιθο που αντιστοιχούν ανά μία σε κάθε κερκίδα.
Ο πλακόστρωτος διάδρομος μεταξύ των προεδριών και της ορχήστρας, στον οποίον έχουν χρησιμοποιηθεί πλάκες από λευκό ασβεστόλιθο Λεπενούς, σώζεται εν μέρει. Η ορχήστρα, διαμέτρου 15,50μ., πλαισιώνεται από λίθινο κράσπεδο, κατασκευασμένο από λευκό ασβεστόλιθο, και το δάπεδο της αποτελείται από στρώμα πατημένου χώματος. Στο δάπεδο της ορχήστρας βρέθηκαν θραύσματα των ερεισινώτων δύο ακόμη τιμητικών προεδριών που υπήρχαν στο ανατολικό και το βόρειο τμήμα της. Οι προεδρίες αυτές ανήκουν στην τελευταία φάση χρήσης του θεάτρου που χρονολογείται στον 2ο αι. π.Χ. και ήταν κατασκευασμένες από λευκό ασβεστόλιθο.
Σε ό,τι αφορά το σκηνικό οικοδόμημα, έχουν αναγνωριστεί τρεις οικοδομικές φάσεις. Η πρώτη από αυτές χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ., η δεύτερη στον 3ο αι. π.Χ. και η τελευταία στο 2ο αι. π.Χ. Για την ακρίβεια, στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. κατασκευάζεται ένα ισόγειο ορθογώνιο οικοδόμημα με δίρριχτη στέγη, διαστάσεων 18μ. x 9μ., που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την ορχήστρα. Το κτήριο αυτό με τη μορφή στοάς είναι ανοικτό στην πρόσοψη προς την ορχήστρα και σε απόσταση 3μ. από αυτήν. Πέντε πεσσοί στην πρόσοψη δημιουργούσαν έξι ανοίγματα, στα οποία τοποθετούνταν μεγάλοι ζωγραφικοί πίνακες για τις ανάγκες κάθε έργου. Στη δεύτερη φάση η σκηνή αποκτά και δεύτερο όροφο. Η ισόγεια πρόσοψη δεν είναι πλέον ανοικτή και μία καινούργια πεσσόσχημη κιονοστοιχία στηρίζει την οροφή του σκηνικού οικοδομήματος μπροστά από το οποίο παρουσιάζονταν τα θεατρικά έργα. Όπως και στην προηγούμενη φάση, τα έργα παρουσιάζονται κυρίως στην ορχήστρα, επειδή η σκηνή ήταν μικρή.
Τέλος, το 2ο αι. π.Χ. το σκηνικό οικοδόμημα αποκτά παρασκήνια. Δύο καινούργιοι επικλινείς διάδρομοι (ράμπες) οδηγούν στο προσκήνιο του άνω ορόφου από τις παρόδους του θεάτρου. Στην πρόσοψη της ισόγειας σκηνής τοποθετούνται δώδεκα δωρικοί ημικίονες. Στη φάση αυτή το σκηνικό οικοδόμημα βρίσκεται πολύ κοντά στην ορχήστρα. Επίσης, οι παραστάσεις διεξάγονται πλέον στον πρώτο όροφο του κτηρίου. Στην ίδια φάση χρονολογούνται και οι τιμητικές προεδρίες που τοποθετήθηκαν στο δάπεδο της ορχήστρας, μεγάλη ορθογώνια βάση αναθήματος μεταξύ ορχήστρας και δυτικής παρόδου, καθώς και λίθινη κατασκευή σχήματος ζήτα πλησίον της εισόδου της ανατολικής παρόδου.
Πρώτος ο W.M. Leake εντόπισε τη θέση του θεάτρου το 1805 και την επιβεβαίωσε στο τοπογραφικό του ο L. Heuzey το 1856. Η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή στη δημοσίευση των εργασιών της το 1892 δεν συμπεριέλαβε το θέατρο στο γενικό τοπογραφικό, επειδή δεν ήταν ορατό. Τη θέση ύπαρξης του θεάτρου ταύτισε και πάλι τέσσερα χρόνια αργότερα ο F. Noack. Από το 1990 έως το 1996 το θέατρο ερευνήθηκε στο πλαίσιο συνεργασίας της ΣΤ΄ ΕΠΚΑ Πατρών με το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο.
|