|
|
|
|
|
Εξωτερική άποψη της μονής
|
|
|
Η Μονή Καμίτσιανης ή Καμύτζιανης, αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο, βρίσκεται στα αριστερά του δρόμου που οδηγεί από την Καμίτσιανη στον Τσαμαντά της Μουργκάνας.
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για το έτος κτίσης της μονής, ενώ αντίθετα από επιγραφή, που σώζεται στο καθολικό του ναού, πληροφορούμαστε ότι ανοικοδομήθηκε από τον ιερομόναχο Παΐσιο, με την προτροπή και του ομώνυμού του Επισκόπου Βελλάς και Κονίτσης, το 1758-1773 επί των ερειπίων προϋπάρχουσας μονής.
Σύμφωνα με την παράδοση, η ονομασία της μονής οφείλεται στον στρατηγό του Βυζαντίου Καμύτζη, ο οποίος -μετά την επιδρομή των Γότθων το 560 μ.Χ. και την καταστροφή του Βουθρωτού- χτίζει στην περιοχή τον οικισμό της Καμίτσιανης. Η μονή αποτέλεσε τον επισκοπικό ναό του οικισμού και ο ηγούμενος της μονής ήταν συγχρόνως και επίσκοπος Καμίτσιανης, Βουθρωτού και Γλυκέος.
Μέχρι και τον 17ο αι. στη μονή φαίνεται ότι λειτουργούσε μοναστηριακή σχολή. Κυρίαρχη μορφή υπήρξε ο τελευταίος ηγούμενος Δαμιανός Πέσχος, του οποίου η προτομή κοσμεί την είσοδο. Στην κατοχή της υπήρχαν δάση, χωράφια, αμπελώνες και μεγάλοι ελαιώνες, βοσκοτόπια, κοπάδια αιγοπροβάτων, μύλοι κ.α., καθιστώντας την μία από τις πλουσιότερες μονές όχι μόνο της Ηπείρου αλλά γενικότερα στον ελλαδικό χώρο. Σύμφωνα με τον Ν. Νίτσο (1865-1940), η μονή «έχει πολυάριθμα κελλία, μαγειρείον, αιθούσας, εστιατόρια, αποθήκας, σταύλους και πάντα τα απαραίτητα για τη μονή στην οποία διαμένει πλήθος μοναχών».
Το μοναστηριακό συγκρότημα προστατεύεται από ψηλό λιθόκτιστο περίβολο. Διαθέτει δύο εισόδους. Μία ευρύχωρη τοξωτή θύρα στην ανατολική πλευρά του περιβόλου αποτελεί την κύρια είσοδο του μοναστηριού, ενώ μία δεύτερη μικρότερη πυλίδα στα δεξιά εξασφάλιζε την επικοινωνία με τον χώρο του κοιμητηρίου. Από τη μονή, που βρίσκεται στο κέντρο του περιτοιχισμένου χώρου, σώζεται σήμερα μόνο το Καθολικό, σταυρεπίστεγη τρίκλιτη βασιλική με τρούλο, που αποτελείται από μικρό πρόπυλο, κυρίως ναό και Ιερό Βήμα.
Σε επίπεδο θεμελίωσης σώζονται τα κτίσματα στα οποία στεγάζονταν τα κελιά, η τράπεζα και άλλοι βοηθητικοί χώροι στη βόρεια, τη δυτική και νότια πλευρά του συγκροτήματος.
Ο ναός είναι κατάγραφος από αγιογραφίες, που -σύμφωνα με υπέρθυρη επιγραφή στη δυτική είσοδο- έγιναν 16 χρόνια μετά την ανοικοδόμηση του μοναστηριού και συγκεκριμένα το 1789 «δια χειρών Ιωάννη και του υιού του Βασιλείου εκ χώρας Σηκρηάτη (;)».
Το εικονογραφικό πρόγραμμα ακολουθεί τους καθιερωμένους τύπους της ζωγραφικής του 18ου αι. Ο εικονογραφικός διάκοσμος οργανώνεται σε τέσσερις ή πέντε ζώνες, οι οποίες διαχωρίζονται με κόκκινες διακοσμητικές ταινίες. Περιλαμβάνει ολόσωμες μορφές αγίων, προφητών και ιεραρχών, παραστάσεις από τον ευρύτερο ιστορικό κύκλο της ζωής του Χριστού και των Ευαγγελίων. Την ανάπτυξη των σκηνών διακρίνει ελευθερία και ευρηματικότητα, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιούνται όλες οι προσφερόμενες επιφάνειες, χαρακτηριστικό της εικονογράφησης των ναών αυτής της περιόδου.
Βιβλιογραφία
1. Λιούγκος Ιωάννης, Μελέτη Συντήρησης των Τοιχογραφιών του Ι. Μ. Αγίου Γεωργίου Καμίτσιανης, Μάιος 2008, αδημοσίευτη μελέτη
2. Τριανταφυλλόπουλος Δ., «Βυζαντινά, Μεσαιωνικά και Νεώτερα μνημεία Ηπείρου. Καμίτσιανη, Μονή Αγ. Γεωργίου», Αρχαιολογικό Δελτίο (29) (1973-1974), Μέρος Β2, Χρονικά, Αθήνα 1979, σελ. 625
3. Δημήτρης Καμαρούλιας, Τα Μοναστήρια της Ηπείρου, τ. Β΄, σελ. 19-24
|