Η βραχοσκεπή Ελληνοκαμάρα βρίσκεται στη βόρεια ακτή της νήσου Κάσου, κοντά στο χωριό Αγ. Μαρίνα, περίπου 1.200 μ. δυτικά του δημοτικού δρόμου που οδηγεί στους οικισμούς Παραΐσι και Αγιασμάκι και σε υψόμετρο 125 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας.
Εξωτερικά έχουν διαμορφωθεί τρεις (3) αναβαθμούς, όπου αποκαλύφθηκαν δύο δεξαμενές, το δάπεδο των οποίων είναι στρωμένο με εγκάρσια κομμένα βότσαλα και τοποθετημένα μέσα σε υδραυλικό μείγμα.
Η πρόσβαση στο εσωτερικό γίνεται από είσοδο που βρίσκεται περίπου 2 μ. χαμηλότερα από το επίπεδο του εξωτερικού αναβαθμού με τη βοήθεια κλίμακας με 7 λαξευμένα σκαλοπάτια.
Η ιδιαιτερότητα του σπηλαίου της Ελληνοκαμάρας είναι ο μνημειακού χαρακτήρα τοίχος που φράζει την φυσική είσοδο, ο οποίος κτίστηκε στο τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. και σώζεται σχεδόν ολόκληρος μέχρι σήμερα.
Ο εσωτερικός χώρος, εμβαδού 250 τ.μ. περίπου, και διαστάσεων 18,6 μ. (πλάτος) x 13,4 μ. (βάθος) x 5,5 μ (ύψος) χωρίζεται με δύο παράλληλους τοίχους, κάθετους στον κυρίως τοίχο που φράσσει την είσοδο, σε τρία μέρη. Στον ανατολικό, που είναι και ο μεγαλύτερος, βρέθηκε εστία και μεγάλοι αποθηκευτικοί πίθοι. Στο τοίχωμά του υπάρχουν κόγχες για την τοποθέτηση πιθανώς λυχναριών. Ο δυτικός χώρος χρησιμοποιήθηκε μάλλον για την αποθήκευση κρασιού αλλά και διαφόρων χρηστικών αγγείων, ενώ στο τοίχωμα υπάρχει μικρή γούρνα για τη συλλογή νερού που στάζει. Στο νοτιότερο τμήμα βρέθηκαν αρχιτεκτονικά λείψανα και ευρήματα (όστρακα και τα λίθινα εργαλεία από οψιανό) της πρώιμης Εποχής του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.). Τα αρχαιολογικά ευρήματα υποδηλώνουν επομένως τη χρήση του σπηλαίου ως κατοικίας ήδη από την προϊστορική εποχή αλλά και ως ιερού στους μετέπειτα χρόνους. Η κύρια χρήση της βραχοσκεπής καλύπτει τον 4ο έως και τον 2ο αι. π.Χ., οπότε ο χώρος εγκαταλείπεται μάλλον λόγω καταστροφικού σεισμού και χρησιμο-ποιείται εκ νέου τον 4ο αι. μ.Χ.
Ο χώρος έχει αναδειχθεί και αξιοποιηθεί μέσω του κοινοτικού προγράμματος INTERREG III. Το σπήλαιο είναι επισκέψιμο, κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες.
|