Η Κασταλία αποτελούσε την ιερή πηγή των Δελφών και το νερό της διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στη λατρεία και στη λειτουργία του ιερού και του μαντείου. Εκεί πλενόταν η Πυθία, οι ιερείς και το προσωπικό του ναού, ενώ με το νερό της καθάριζαν και το ναό του Απόλλωνα. Εκεί έπρεπε υποχρεωτικά να πλυθούν και οι θεοπρόποι, δηλαδή όσοι θα ζητούσαν χρησμό, προκειμένου να εξαγνισθούν. Η Κασταλία πηγή βρίσκεται στη χαράδρα των Φαιδριάδων, στα ριζά του βράχου που σήμερα ονομάζεται Φλεμπούκος και στην αρχαιότητα λεγόταν Υάμπεια. Από εκεί το ρέμα ξεχύνεται στην κοιλάδα του Πλειστού ως χείμαρρος, το σημερινό Αρκουδόρρεμα, όπου, σύμφωνα με το μύθο, ήταν η φωλιά του Πύθωνα. Το νερό της Κασταλίας πηγής έφθανε μέσω ενός αγωγού στην ομώνυμη κρήνη, που βρίσκεται ανάμεσα στο τέμενος του Απόλλωνα και στο αρχαίο γυμνάσιο των Δελφών.
Η πρώτη κρήνη διαμορφώθηκε γύρω στο 600-590 π.Χ. κοντά στον αρχαίο δρόμο και είναι αυτή που βλέπουμε σήμερα δίπλα στο σύγχρονο δημόσιο δρόμο. Η Κάτω Κασταλία, όπως ονομάζεται, είναι ένα ορθογώνιο κτίσμα διαστάσεων 8,20 x 6,64 μ., που περιλαμβάνει μία ορθογώνια κτιστή λεκάνη, με σύστημα αγωγών και κρουνών. Μπροστά της απλώνεται πλακόστρωτη αυλή με λίθινους πάγκους, στην οποία οδηγούσε μία σκάλα με 3-4 σκαλοπάτια. Το νερό έφθανε από την πηγή με αγωγό, που είχε λαξευθεί κάτω από την επιφάνεια του εδάφους με ιδιαίτερη επιμέλεια. Στους επόμενους αιώνες, μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια, η κρήνη αναμορφώθηκε και επισκευάσθηκε αρκετές φορές, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες. Η νεότερη μορφή της, η Κασταλία του βράχου, χρονολογείται στον 1ο αι. π.Χ. και είναι αυτή που είδε και περιέγραψε ο περιηγητής Παυσανίας. Βρίσκεται περίπου 50 μ. ψηλότερα από την αρχαϊκή και πιο κοντά στην πηγή. Για την κατασκευή της χρειάσθηκε να λειανθεί ο βράχος σε πλάτος περισσότερο από 11 μ. και ύψος 12,50 μ. Εκεί δημιουργήθηκαν κόγχες, όπου τοποθετούνταν αναθήματα των πιστών για τη νύμφη Κασταλία. Η μεγαλύτερη από αυτές, στα δεξιά, μετατράπηκε σε εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Κάτω από τις κόγχες λαξεύθηκε στο βράχο μία στενόμακρη λεκάνη μήκους 10 μ. και πλάτους 0,50 μ., στην οποία έφθανε το νερό της πηγής με κλειστό αγωγό. Η λεκάνη ήταν σκεπαστή και η μία άκρη της άνοιγε έτσι ώστε να μπορεί να καθαρίζεται. Στην πρόσοψη της κρήνης υπήρχαν επτά χάλκινοι κρουνοί, που χωρίζονταν με επτά πεσσούς σκαλισμένους στο βράχο. Μπροστά από την κρήνη υπήρχε πλακόστρωτη αυλή, στην οποία κατέβαινε κανείς με οκτώ σκαλοπάτια, και στις τρεις πλευρές της υπήρχαν λίθινοι πάγκοι.
Η νεότερη κρήνη ανασκάφηκε το 1878 από τους Σ. Δραγάτση και Ε. Καστόρχη, ενώ η αρχαϊκή το 1960 από τον Α. Ορλάνδο. Και στα δύο μνημεία έχουν γίνει κατά καιρούς εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης.
|