ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Ο ΧΩΡΟΣ
ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΦΩΤΟΘΗΚΗ
 
 
© ΥΠΠΟΑ / ΕΦΑ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ
Άποψη της εισόδου με το ανακουφιστικό τρίγωνο
Ο μικρότερος και αρχαιότερος από τους δύο σημαντικούς μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους που έχουν βρεθεί στο Διμήνι είναι ο λεγόμενος ''Λαμιόσπιτο''. Βρίσκεται 300 μ. δυτικά του λόφου με τα ερείπια του νεολιθικού οικισμού, κτισμένος σε επικλινή λοφοπλαγιά. Με βάση την αρχιτεκτονική του μορφή χρονολογείται στο 14ο αι. π.Χ. (ΥΕΙΙΙΑ2περίοδος).

Το μνημείο ερευνήθηκε αρχικά το 1886 με πρωτοβουλία του τότε νομάρχη Μαγνησίας Ι. Κονδάκη και του γυμνασιάρχη Ε. Κούση, και με τη συνεργασία των αρχαιολόγων Π. Καββαδία, P. Wolter και H. Lolling.

Η πρόσβαση στον τάφο γινόταν μέσω ενός ελαφρώς κατηφορικού δρόμου, με μήκος 14,50 μ. και πλάτος 3,30 μ. Οι παρειές του δρόμου συγκρατούνται από λιθόκτιστους αναλημματικούς τοίχους πλάτους 1 μ., που συγκλίνουν ελαφρώς προς το στόμιο του τάφου και στη συμβολή τους με τη θόλο φθάνουν τα 5,70 μ. σε ύψος. Το τέλος του δρόμου, μετά την ταφή φρασσόταν με λιθόκτιστο τοίχο, πλάτους 2,00 μ. Η είσοδος στη θόλο γινόταν μέσω του στομίου (ύψους 3 μ., μήκους 2,20 μ. και πλάτους 1,90 μ.), που καλύπτεται με τέσσερις μεγάλες πλάκες, που αποτελούν το υπέρθυρό του, επάνω από το οποίο υπήρχε το ανακουφιστικό τρίγωνο. Η θόλος, με διάμετρο 8,20 μ. και ύψος 8,10 μ., έχει κατασκευασθεί κατά το εκφορικό σύστημα, πιθανώς με τη χρήση ξυλοτύπων, τα ίχνη των οποίων δεν είναι ορατά. Είναι κτισμένη με μικρές ακανόνιστες ασβεστολιθικές πέτρες χωρίς συνδετικό υλικό, οι οποίες στη βάση της είναι ιδιαίτερα ενισχυμένες. Το δάπεδο έχει διαμορφωθεί με ισοπέδωση του ασβεστολιθικού βράχου. Το άνω τμήμα της θόλου έφρασσε μεγάλη στρογγυλή πλάκα, «το κλειδί». Ο τάφος απέδωσε λίγα αλλά σπουδαία ευρήματα, κυρίως γυάλινα κοσμήματα, ελεφάντινα αντικείμενα και χάλκινα όπλα, τα οποία μεταφέρθηκαν και εκτίθενται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Στη ρωμαϊκή εποχή, στην κορυφή του τύμβου και σε επαφή με τη λιθοδομή της θόλου κατασκευάσθηκε μία ασβεστοκάμινος για τις ανάγκες του ρωμαϊκού αγωγού ύδρευσης, που μετέφερε νερό στην αρχαία Δημητριάδα.

Το 1914 το μνημείο στερεώθηκε από τον Α. Αρβανιτόπουλο. Μια δεύτερη προσπάθεια στερέωσης του μνημείου έγινε το 1968 από τον Δ.Ρ. Θεοχάρη. Το 1996 στα πλαίσια του Β΄ Κ.Π.Σ. έγιναν στερεωτικές επεμβάσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων ευστάθειας που παρουσίαζε το μνημείο, και κυρίως έγινε η επαναφορά της λιθοδομής στον ανατολικό τοίχο του δρόμου.

Έγινε η συμπλήρωση του διάκενου της οροφής και επανατοποθετήθηκε στη θέση της η πέτρα επιστέγασης της θόλου (κλειδί). Απoξηλώθηκαν οι εξωτερικές μεταγενέστερες λιθοδομές γύρω από την κορυφή της θόλου και στερεώθηκαν οι λίθοι εσωτερικά. Στο "στόμιο" του τάφου έγινε στερέωση του ρωγματομένου υπέρθυρου με μεταλλικό φορέα από ανοξείδωτο χάλυβα και αποκαταστάθηκε πλήρως το "ανακουφιστικό τρίγωνο". Εν συνεχεία απομακρύνθηκε ο λίθινος πεσσός από την είσοδο που είχε τοποθετηθεί το 1914 από τον Α. Αρβανιτόπουλο.

Στον ανατολικό τοίχο του δρόμου έγινε επαναφορά της λιθοδομής που παρουσίαζε παραμόρφωση απόκλισης 0,60μ. περίπου. Η επιτυχής επαναφορά έγινε με υδραυλικό σύστημα ελεγχόμενης πίεσης και μετά την επαναφορά η λιθοδομή αρμολογήθηκε και κατασκευάστηκε σε απόσταση 0,50μ. τοίχος αντιστήριξης για να παραλαμβάνει στο εξής τις πιέσεις των γαιών. Μετά τις εργασίες στερέωσης και αφού το μνημείο κατέστη ασφαλές για τους επισκέπτες έγινε επισκέψιμο αφού πραγματοποιήθηκε η διαμόρφωση στον περιβάλλοντα χώρο.
Συντάκτης
Στ. Αλεξάνδρου, αρχαιολόγος