ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Ο ΧΩΡΟΣ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΦΩΤΟΘΗΚΗ
 
 
© Θ ΕΠΚΑ
Κάτοψη θολωτού τάφου Μινύου
Ο μυκηναϊκός θολωτός τάφος, γνωστός ως τάφος του Μινύου, του μυθικού βασιλιά του Ορχομενού, είναι ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα μνημεία του είδους του. Βρίσκεται κοντά στα ερείπια του προϊστορικού οικισμού που αναπτύχθηκε στον Ορχομενό και κοντά στο μεταγενέστερο θέατρο της πόλης. Κατασκευάσθηκε το 1250 π.Χ. και σε αυτόν πρέπει να είχαν ταφεί μέλη της βασιλικής οικογένειας του μυκηναϊκού οικισμού, όμως όλα τα πολύτιμα κτερίσματα των νεκρών αφαιρέθηκαν από τυμβωρύχους ήδη κατά την αρχαιότητα. Το μνημείο ήταν ορατό και φημισμένο για πολλούς αιώνες μετά την αρχική του χρήση και φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε ως τόπος λατρείας κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Πρέπει να αποτελούσε αξιοθέατο της περιοχής τουλάχιστον μέχρι και το 2ο αι. μ.Χ., όταν επισκέφθηκε τον Ορχομενό ο περιηγητής Παυσανίας και με θαυμασμό περιέγραψε την κατασκευή της θόλου (9.38.2-3).

Ο τάφος ήταν υπέργειος και ο δρόμος του αρχικά είχε μήκος 30 μ. Η είσοδός του είναι κατασκευασμένη από ασβεστόλιθο, έχει ύψος 5,46 μ., πλάτος 2,70 μ. στο κατώτερο και 2,43 μ. στο ανώτερο μέρος και έκλεινε με ξύλινη θύρα. Το υπέρθυρό της, που διατηρείται στη θέση του, είναι κατασκευασμένο από μόνο ένα λίθο μήκους περίπου 6 μ. και βάρους πολλών τόνων. Ο θάλαμος είναι κυκλικός, με διάμετρο 14 μ. και περίπου το ίδιο ύψος. Η θόλος, όπως αναφέρει και ο Παυσανίας, ήταν κτισμένη με τον εκφορικό τρόπο και στην κορυφή της υπήρχε το λεγόμενο «κλειδί», ο λίθος που τηρούσε την ισορροπία και τη συνοχή της. Στη βορειοανατολική πλευρά του θαλάμου ανοίγεται μικρό ορθογώνιο πλευρικό δωμάτιο, στο οποίο έμπαινε κανείς από μικρή θύρα ύψους 2,12 μ. Παρόμοιο πλευρικό δωμάτιο υπάρχει σε δύο ακόμη περιπτώσεις βασιλικών τάφων: στο θολωτό τάφο του Ατρέως στις Μυκήνες, που ήταν σύγχρονος με τον τάφο του Μινύου, και στο θολωτό τάφο Α στις Αρχάνες της Κρήτης. Η είσοδος του τάφου και ο κυκλικός θάλαμος είχαν διακοσμηθεί με χάλκινους ρόδακες, όπως δείχνουν οπές στους τοίχους για την προσάρτησή τους, ενώ την οροφή του πλευρικού δωματίου αποτελούσαν τέσσερις ασβεστολιθικές πλάκες με ανάγλυφη διακόσμηση από σπείρες, ρόδακες και άνθη παπύρου. Στο κέντρο του θαλάμου σώζεται μαρμάρινο βάθρο μήκους 5,73 μ., που προστέθηκε κατά την ελληνιστική εποχή και επάνω του ήταν στημένα αγάλματα των θεών.

Ο τάφος σωζόταν ακέραιος τουλάχιστον μέχρι την εποχή του Παυσανία, το 2ο αι. μ.Χ. Στους αιώνες που ακολούθησαν, το μνημείο σταδιακά καλύφθηκε με επιχώσεις, αλλά εξακολουθούσε να είναι ορατό. Στις αρχές του 19ου αιώνα οι περιηγητές που επισκέπτονταν τον Ορχομενό αναφέρουν τη θόλο του κατεστραμμένη. Η πρώτη ανασκαφή του έγινε το 1880 από το θαυμαστή του Ομήρου, Ερρίκο Σλήμαν, που δεν έμεινε αδιάφορος στη μεγάλη φήμη του πλούτου του βοιωτικού Ορχομενού. Τα έτη 1903 και 1905 η Βαυαρική Ακαδημία Επιστημών συνέχισε τις ανασκαφές στην ευρύτερη περιοχή του τάφου, ενώ το 1914 έγινε η αναστήλωση του μνημείου από τον Αναστάσιο Ορλάνδο.
Συντάκτης
Έλενα Κουντούρη, αρχαιολόγος