Η Ρόδα απέχει 37,5 χλμ από την πρωτεύουσα του νησιού και αποτελεί σήμερα έναν από τους πιο γνωστούς και τουριστικούς οικισμούς της βόρειας Κέρκυρας. Κατά την αρχαιότητα στην περιοχή αυτή αναπτύχθηκε ένας οικισμός, για τον οποίο δυστυχώς γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα. Η σημαντικότερη αρχαιολογική μαρτυρία για την παρουσία του είναι ένας δωρικός ναός, ο οποίος απέχει σήμερα λίγα μέτρα από τη θάλασσα.
Το μνημείο αποκαλύφθηκε το 1938-1939 ύστερα από ανασκαφική έρευνα, που διενήργησε ο τότε Εφόρος Αρχαιοτήτων Κέρκυρας Ι. Παπαδημητρίου και η οποία διακόπηκε λόγω της έναρξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το αρχαιολογικό ενδιαφέρον στράφηκε εκ νέου στις αρχαιότητες της Ρόδας το 1966, όταν ο τότε Έφορος Γ. Δοντάς πραγματοποίησε περιορισμένης κλίμακας ανασκαφικές έρευνες, στο πλαίσιο των οποίων εντόπισε και εν μέρει αποκάλυψε το βωμό του ναού.
Το ναϊκό οικοδόμημα ανήκει στον τύπο του δωρικού, περίπτερου, εν παραστάσι ναού. Οι μέγιστες εξωτερικές διαστάσεις του φτάνουν σε μήκος τα 21,40μ. και σε πλάτος τα 11,65μ, ενώ ο άξονάς του ακολουθεί Δ-Α προσανατολισμό με την πρόσοψη στα ανατολικά. Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του ήταν ο ντόπιος ψαμμίτης, υλικό πορώδες και μαλακό, αρκετά ευπαθές στη διάβρωση.
Από το οικοδόμημα διατηρείται μόνον η τριβαθμιδωτή ευθυντηρία του και η πρώτη βαθμίδα της κρηπίδας, ενώ από σωζόμενα τμήματα κιόνων συνάγεται ότι το πτερό αποτελούνταν από μονολιθικούς κίονες με είκοσι ραβδώσεις. Ο κυρίως ναός διέθετε βαθύ πρόναο, αλλά δε φαίνεται να είχε οπισθόδομο. Ο σηκός ήταν τετράγωνος και τεμνόταν σε δυο τμήματα με εγκάρσιο τοίχο, από τον οποίο σώζεται πλέον μόνον ένα μεγάλο μονολιθικό κατώφλι. Εντός του σηκού εντοπίστηκαν τα θεμέλια τεσσάρων βάθρων, τα οποία υποδηλώνουν τη θέση λατρευτικών αγαλμάτων ή αφιερωμάτων.
Από τον αρχιτεκτονικό διάκοσμο του ναού έχουν σωθεί δυο ακέραια οριζόντια γείσα, θραύσματα άλλων με δωρικό κυμάτιο, καθώς επίσης τρία τεμάχια από τα καταέτια γείσα του ανατολικού αετώματος, τα οποία ήταν επενδυμένα με λευκό επίχρισμα και διακοσμημένα στο κάτω μέρος τους με δωρικό κυμάτιο.
Ο βωμός του ναού, μήκους 12μ και πλάτους 2,30μ και παραλληλόγραμμης κάτοψης, εντοπίστηκε 6,70μ ανατολικά της πρόσοψής του.
Από το χώρο του ναού προέκυψαν σημαντικά ευρήματα, όπως έργα γλυπτικής, κοροπλαστικής, πήλινα αναθηματικά πλακίδια που απεικονίζουν ίππο μαζί με νεαρό άνδρα, αγγεία, μικρή μαρμάρινη λυχνία, μεταλλικά αντικείμενα, νομίσματα και ένας σκαραβαίος του θεού Άμμωνα Ρα, ο οποίος χρονολογείται στα 725-640 π.Χ. Μερικά από τα αντικείμενα αυτά εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κέρκυρας.
Τα κινητά ευρήματα σε συνδυασμό με τον αρχιτεκτονικό διάκοσμο του ναού ανάγουν τη λειτουργία του στον 5ο αιώνα π.Χ. Τα αίτια της καταστροφής του, όπως ακριβώς και η θεότητα στην οποία ήταν αφιερωμένος, δυστυχώς δε στάθηκε δυνατό να προσδιοριστούν.
|