ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Ο ΧΩΡΟΣ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΦΩΤΟΘΗΚΗ
 
 
© Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, © Α' Ε.Π.Κ.Α.
Στοά Ευμένους στη Νότια Κλιτύ Ακροπόλεως
Τα ερείπια της Στοάς του Ευμένους στη Νότια Κλιτύ της Ακρόπολης εκτείνονται στον χώρο μεταξύ του Θεάτρου του Διονύσου και του Ηρωδείου. Την στοά δώρησε στην πόλη της Αθήνας ο βασιλιάς της Περγάμου, Ευμένης ο Β' (197-159 π.Χ.), γύρω στο 160 π.Χ. Ο Βιτρούβιος αναφέρεται σε αυτή μιλώντας γενικά για τη λειτουργία των στοών που ανεγείρονταν κοντά σε θέατρα και χρησίμευαν ως καταφύγιο των θεατών στις δύσκολες καιρικές συνθήκες ή ως αποθηκευτικοί χώροι για τα σκηνικά του θεάτρου.

Η Στοά του Ευμένους κατασκευάστηκε νότια από το άνδηρο του Ασκληπιείου και τον Περίπατο, σε ένα τεχνητό πλάτωμα το οποίο διαμορφώθηκε αφού σκάφτηκε ο χώρος κατά 9μ. στα ανατολικά και 13μ. στα δυτικά. Για την συγκράτηση των επιχώσεων του επιπέδου του Περιπάτου στα βόρεια, χρειάστηκε να κατασκευαστεί ένας ισχυρός αναλημματικός τοίχος ενισχυμένος με αντηρίδες, οι οποίες ενώνονταν με τοξοστοιχία. Κατά μήκος αυτού του τοίχου, τα κατάλοιπα του οποίου δεσπόζουν σήμερα στον χώρο, οικοδομήθηκε η στοά. Από αυτήν διατηρείται μέρος του βόρειου τοίχου της, ο οποίος ήταν κατασκευασμένος από σκληρό ασβεστόλιθο και είχε ορθοστάτες από γκρίζο υμμήτειο μάρμαρο. Σήμερα έχει αποκατασταθεί η αρχαία στάθμη του δαπέδου της στοάς, ενώ διατηρούνται στη θέση τους αρκετές από τις βάσεις των κιόνων της εσωτερικής κιονοστοιχίας του ισογείου. Το άνδηρο πάνω στο οποίο χτίστηκε η στοά βρίσκεται στα βορειοδυτικά του χορηγικού μνημείου του Νικία, στο ίδιο περίπου επίπεδο με αυτό και έχει πλάτος 32 μ. στο ανατολικό άκρο του και 20 μ. στο δυτικό. Στα νότια οριοθετείτο από έναν αναλημματικό τοίχο, σημαντικό τμήμα του οποίου έχει διατηρηθεί.

Η στοά ήταν διώροφη, μήκους 163 μ. και πλάτους 17,65 μ. Η πρόσοψη του ισογείου διαμορφωνόταν από μία κιονοστοιχία με 64 δωρικούς κίονες, ενώ στο μέσον του εύρους του υπήρχε μία σειρά από 32 κίονες ιωνικού ρυθμού. Στον όροφο υπήρχαν αντίστοιχα δύο κιονοστοιχίες, από τις οποίες η εξωτερική αποτελούνταν από «αμφικίονες» ιωνικού ρυθμού και η εσωτερική από κίονες που έφεραν κιονόκρανο περγαμηνού τύπου. Οι δύο όροφοι συνδέονταν εξωτερικά με δύο κλίμακες που σχηματίζονταν στα άκρα της στοάς. Η κλίμακα στο ανατολικό άκρο της οδηγούσε παράλληλα και στο επίπεδο του Περιπάτου, ο οποίος διερχόταν από το κοίλο του Διονυσιακού Θεάτρου. Οι θεατές από το κατώτερο τμήμα του θεάτρου είχαν πρόσβαση στο ισόγειο της στοάς μέσω της δυτικής παρόδου. Η Στοά του Ευμένους παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα ως προς τη μορφή με την Στοά του Αττάλου στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας, η οποία ανεγέρθηκε από τον αδελφό του Ευμένη, Άτταλο Β'.

Όπως έδειξε η προσεκτική μελέτη των θραυσματικού υλικού που έχει διασωθεί από την στοά, το κτήριο είχε κατασκευαστεί στο μεγαλύτερο μέρος του από ένα είδος νησιωτικού μαρμάρου από το οποίο είχαν οικοδομηθεί τα περισσότερα κτήρια της Περγάμου, ενώ δεν απαντάται σε άλλα οικοδομήματα της Αθήνας. Το μεγαλύτερο μέρος των αρχιτεκτονικών μελών της στοάς πρέπει να είχε κατασκευαστεί στην Πέργαμο και να μεταφέρθηκε έτοιμο στην Αθήνα.

Τον 2ο αι. μ.Χ. το δυτικό άκρο της Στοάς του Ευμένους συνδέθηκε λειτουργικά με το Ωδείο του Ηρώδη του Αττικού, μέσω μιας κλίμακας στο ανατολικό πέρας του κοίλου του. Η στοά ήταν σε χρήση μέχρι τον 3ο αι. μ.Χ., οπότε καταστράφηκε και το υλικό της χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή του υστερορρωμαϊκού τείχους. Στα μέσα του 13ου αι. μ.Χ., ο βόρειος αναλημματικός τοίχος της στοάς ενσωματώθηκε στο τείχος του Ριζοκάστρου που κτίσθηκε γύρω από την ρίζα του βράχου της Ακρόπολης.

Τα ερείπια της Στοάς του Ευμένους αποκαλύφθηκαν πλήρως από την Αρχαιολογική Εταιρεία κατά τα έτη 1877-78. Τα τελευταία χρόνια πραγματοποιούνται από την Α' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων εργασίες διευθέτησης του πλούσιου θραυσματικού υλικού της Στοάς, καθώς και ταυτίσεις και συγκολλήσεις των διαφόρων αρχιτεκτονικών μελών της. Στο πλαίσιο της διδακτικής αποκατάστασης τμημάτων του κτηρίου έχει ήδη αποκατασταθεί ένας κίονας που προέρχεται από την εσωτερική κιονοστοιχία του ορόφου του μνημείου και φέρει ένα από τα σωζόμενα κιονόκρανα περγαμηνού τύπου.
Συντάκτης
Έφη Γιαννικαπάνη, αρχαιολόγος