Το κτήριο είναι διώροφο με ξύλινη στέγη και επικάλυψη γαλλικών κεραμιδιών. Το 1850 κτίστηκε το αρχικό κτήριο με αφετηρία την οδό Αριστομένους. Οι χώροι του ισογείου είχαν χρήση εμπορικών καταστημάτων, ο δε όροφος, του οποίου το κεντρικό κλιμακοστάσιο βρίσκεται στη βόρεια πλευρά, ήταν κατοικία.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, έγινε μακρόστενη προσθήκη στο πίσω μέρος του αρχικού κτηρίου, που κάλυπτε όλο το μήκος του οικοπέδου, επί της οδού Κουμάντου και τμήμα επί της οδού Νέδοντος. Η προσθήκη έγινε στο ισόγειο και στον όροφο, επεκτείνοντας τους χώρους των καταστημάτων και της κατοικίας, δημιουργώντας και μία ανοιχτή βεράντα στον όροφο, στη βορειοδυτική γωνία του κτηρίου. Σε αυτή τη φάση, το κτήριο μετατρέπεται σε τράπεζα.
Η τρίτη φάση πραγματοποιήθηκε γύρω στα 1960, με την προσθήκη στο τμήμα επί της Νέδοντος μέχρι το κτήριο της α' φάσης, ώστε να γίνεται το κτήριο τετράπλευρο μακρόστενο.
Παρά την ανέγερση του κτηρίου σε τρεις φάσεις, οι τέσσερις όψεις δείχνουν όλα τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του νεοκλασικισμού, όπως:
-Τη διάταξη κατά ύψος σε βάση - ισόγειο με απομίμηση ισόδομης λιθοδομής (μπομπέ), κορμός - α' όροφος και στέψη - στέγη με αετώματα και ακροκέραμα. Τα τμήματα αυτά χωρίζονται μεταξύ τους με κορνίζες και ταινίες στη στάθμη οροφής ισογείου και κάτω από το γείσο, όπου βλέπουμε επιπλέον γεισίποδες.
-Οι εξώστες τοποθετήθηκαν συμμετρικά στις όψεις και έχουν μαρμάρινο δάπεδο, περίτεχνα γλυπτά μαρμάρινα φουρούσια και χυτοσιδηρά κιγκλιδώματα.
-Τα ανοίγματα έχουν τοξωτά ανώφλια και παραστάδες. Παλαιές φωτογραφίες του 1906 μαρτυρούσαν ότι τα κορυφώματα στο ισόγειο επί της Αριστομένους κάλυπταν όλο το τοξωτό άνοιγμα, πράγμα που βεβαιώθηκε και σε επιτόπια έρευνα για τα τέσσερα ακριανά, εκατέρωθεν της όψης επί της οδού Κουμάντου.
Στα πλαίσια των εργασιών αποκατάστασης του κτηρίου 1988-1990, επαναφέρθηκε η μορφή των συγκεκριμένων κουφωμάτων.
|