ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
 
 
© Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
Εξωτερική άποψη Κάστρου
Το Κάστρο Σιγριού βρίσκεται στο ακρωτήριο της δυτικής πλευράς του νησιού, στον ομώνυμο οικισμό και σε απόσταση 93 χιλ. από τη Μυτιλήνη. Χάρη στη γεωγραφική του θέση το Σίγρι αποτελούσε σημαντικό σταθμό στο διαμετακομιστικό εμπόριο. Το λιμάνι του, προστατευμένο κατάλληλα από τις νησίδες Νησιώπη και Σεδούσα, μπορούσε να φιλοξενήσει μεγάλο αριθμό πλοίων. Από αυτό εξάγονταν μεγάλες ποσότητες βαλανιδιών, του κυριότερου προϊόντος της δυτικής Λέσβου κατά τον 18ο και 19ο αι., στις αγορές της Αγγλίας και της Ιταλίας.

Για την ετυμολογία της ονομασίας ''Σίγρι'' έχουν προταθεί διάφορες απόψεις. Κατά μία εκδοχή προέρχεται από τον χαρακτηρισμό του λιμανιού από τους Ιταλούς θαλασσοπόρους ως Sicuro (ασφαλές) λιμάνι (Sicouro, Sigouro, Σίγρι). Μία άλλη εκδοχή είναι η ταύτιση του τοπωνυμίου με την περιοχή της Σιγριανής της Κυζίκου, του μεγάλου αγρού, η οποία έγινε αποδεκτή από την πλειοψηφία των κατοίκων του Σιγρίου. Ωστόσο ήδη από το Στράβωνα στα ''Γεωγραφικά'' του έχουμε αναφορά στο τοπωνύμιο''αρχή της Λεσβίας εστί κατά Σίγριον το προς άρκτον αυτής άκρον.'' και αλλού ''το από Σιγρίου της Λεσβίας.''

Συστηματικές αρχαιολογικές ανασκαφές δεν έγιναν ποτέ στο Σίγρι και γι' αυτό οι πληροφορίες μας σχετικά με την οικιστική της περιοχής είναι περιορισμένες. Περιορισμένες είναι και οι ιστορικές μαρτυρίες που διαθέτουμε για την περιοχή που κατοικούνταν ως το 1923 από Οθωμανούς.

Το κάστρο του Σιγρίου κτίστηκε στα 1757 από τον αρχιναύαρχο του οθωμανικού στόλου Σουλεϊμάν πασά, προκειμένου να προστατευθεί η περιοχή από τις επιδρομές των πειρατών και να διασφαλιστεί η ομαλή διακίνηση των εμπορευμάτων. Σύμφωνα με τεκμηριωμένες πληροφορίες, σε πρωτοβουλία του Σουλεϊμάν πασά οφείλεται και η ανέγερση τζαμιού, σχολείου, λουτρού, ενός μεγάλου υδραγωγείου και κρηνών. Το τζαμί ξανακτίστηκε στο τρίτο τέταρτο του 19ου αι., πιθανότατα ύστερα από σεισμό. Διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση και από το 1928 χρησιμοποιείται ως εκκλησία. Το λουτρό υπάρχει ακόμα στο Σίγρι αλλά βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση διατήρησης.

Στα 1777 στο κάστρο του Σιγρίου ήταν εγκατεστημένος ένας λόχος τυφεκιοφόρων και πυροβολητών υπό τη διοίκηση ενός φρουράρχου ενώ στα 1789 το κάστρο διέθετε φρουρά 100 ανδρών και 200 κανόνια. Η ασφάλεια που παρείχε οδήγησε στην οικιστική ανάπτυξη της περιοχής. Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, Τούρκοι πρώην έγκλειστοι στη φυλακή του φρουρίου, οι οποίοι επέλεξαν μετά την αποφυλάκιση τους να επιστρέψουν εκεί με τις οικογένειές τους. Σταδιακά εγκαταστάθηκαν στην περιοχή πληθυσμοί που παλαιότερα ήταν αναγκασμένοι να καταφύγουν στην ενδοχώρα κυρίως όμως μουσουλμάνοι καθώς οι πρακτικές των γενίτσαρων (υποβολή σε αγγαρείες, καταπίεση, φορολογία κ.α.) λειτουργούσαν αποτρεπτικά στην εγκατάσταση χριστιανικών πληθυσμών.

Τουλάχιστον έως το τέλος του 19ου αι. το φρούριο αποτελούσε το κέντρο γύρω από το οποίο αναπτύχθηκε ο οικισμός. Καθ΄όλη τη διάρκεια του 19ου αι. και μέχρι το 1912 διέμεναν σ' αυτό στρατιωτικές μονάδες. Όπως προκύπτει από μαρτυρίες των υποπροξένων της Γαλλίας (1858) και της Ρωσίας (1895) το κάστρο ήταν καλά συντηρημένο και εφοδιασμένο ώστε να αποτρέπει τυχόν τοπικές ταραχές όμως δεν θα μπορούσε να αντέξει σε μια συντονισμένη επίθεση από τη θάλασσα. Τμήματα των τειχών του φρουρίου, κατέρρευσαν λόγω του σεισμού του 1889 που έπληξε τη δυτική Λέσβο.

Στις αρχές του 20ου αι. ήρθαν να κατοικήσουν στο Σίγρι οι πρώτοι Έλληνες. Η ιστορία του φρουρίου ως οθωμανικού στρατοπέδου κλείνει με την απελευθέρωση του στις 17 Δεκεμβρίου του 1912. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, καλοκαίρι του 1915, αποτέλεσε βάση ανεφοδιασμού και ορμητήριο της Entente.

To 1923 με την ανταλλαγή πληθυσμών που επέβαλε η Συνθήκη της Λωζάνης, οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το Σίγρι για να εγκατασταθούν εδώ πρόσφυγες από την Τένεδο και τα νησιά της Προποντίδας, κυρίως από τα Χουχλιά.

Η εικόνα του οικισμού σήμερα έχει αλλοιωθεί σημαντικά, λόγω της συστηματικής κατεδάφισης των λιθόδμητων παραδοσιακών οικιών και της αντικατάστασής τους από νέες οικοδομές.

Το φρούριο του Σιγρίου βρίσκεται στην άκρη του ομώνυμου οικισμού, διατηρείται στην αρχική του μορφή και βρίσκεται σε αρκετά καλή κατάσταση. Είναι μικρών διαστάσεων, τετράγωνο στην κάτοψη, με τετράγωνους οχυρωματικούς πύργους στις τέσσερις γωνίες και καταχύστρα υπεράνω της πύλης για την προστασία της.

Η κεντρική πύλη στα ανατολικά κλείνει με δίφυλλη ξύλινη θύρα, επενδυμένη με σιδερένια ελάσματα, τα οποία στερεώνονταν με εφηλίδες. Κοσμείται με οξυκόρυφο τόξο -τυπικό δείγμα αραβικής αρχιτεκτονικής-κατασκευασμένο από εναλλασσόμενους ερυθρούς και λευκούς λίθους. Αντίστοιχης έμπνευσης είναι στο εσωτερικό του φρουρίου, τα τοξωτά λίθινα ή πλίνθινα υπέρθυρα των κελιών, που χρησιμοποιούνταν για τη διαμονή της μόνιμης φρουράς.

Η αρχική ιδρυτική επιγραφή, που είναι πολύ φθαρμένη, χρονολογείται στα 1757 (1170 έτος Εγίρας). Το 1757 είναι και η τελευταία χρονιά της σύντομης βασιλείας του αδύναμου σουλτάνου Osman ΙΙΙ, το αυτοκρατορικό μονόγραμμα του οποίου διακρίνεται ακόμα στην επιγραφή.Μια δεύτερη επιγραφή, που βρέθηκε στο υπόγειο κελάρι του τζαμιού του οικισμού που σήμερα λειτουργεί ως εκκλησία (Αγία Τριάδα), θεωρείται ότι ήταν άλλοτε εντοιχισμένη στο φρούριο. Γραμμένη με την ποιητική μορφή της όψιμης οθωμανικής περιόδου, μνημονεύει την κατασκευή του υδραγωγείου και ορισμένων κρηνών στην πόλη, που αποδίδονται στο Σουλεϊμάν Πασά, την εποχή του σουλτάνου Mustafa III (1757-1774).
Συντάκτης
Αθηνά - Χριστίνα Λούπου, Αρχαιολόγος