ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Ο ΧΩΡΟΣ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
 
 
Το ταφικό μνημείο του Λύσωνος και του Καλλικλέους είναι ένας από τους τέσσερις σημαντικούς μακεδονικούς τάφους των Λευκαδίων, που είχαν κατασκευασθεί κατά μήκος του αρχαίου δρόμου που ένωνε τη Μίεζα με την Πέλλα, την πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου. Σύμφωνα με την κεραμική που βρέθηκε κατά τις ανασκαφές και την προσωπογραφία των μελών που τάφηκαν εδώ, ο τάφος μπορεί να χρονολογηθεί από τα τέλη του 3ου έως τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. Έχει τις μικρότερες διαστάσεις από όλους τους τάφους στην περιοχή του Κοπανού, αλλά ξεχωρίζει για το κατάγραφο εσωτερικό του, που διασώζει ονόματα πέντε γενεών της ίδιας οικογένειας. Πρόκειται για τον τάφο της οικογένειας του Αριστοφάνη, τα μέλη της οποίας αναγράφονται με κόκκινα γράμματα πάνω από ορθογώνιες θήκες, που ανοίγονται σε δύο επάλληλες σειρές στις τρεις πλευρές των τοίχων.

Ο τάφος αποτελείται από το στενό προθάλαμο και τον τετράγωνο νεκρικό θάλαμο με προσανατολισμό Β-Ν και είσοδο στη νότια πλευρά, η οποία έκλεινε με δίφυλλη πόρτα. Ο προθάλαμος έχει επίπεδη οροφή και στα τοιχώματά του είναι ζωγραφισμένα ένα περιρραντήριο και ένας βωμός, ενώ στο υπέρθυρο του ανοίγματος προς το θάλαμο υπάρχει γραπτή επιγραφή με τα ονόματτα των πρώτων ενταφιασμένων νεκρών: ''Λύσωνος και Καλλικλέους των Αριστοφάνους''. Ο νεκρικός θάλαμος διαθέτει είκοσι δύο θήκες σε δύο σειρές, οι δεκαεπτά από τις οποίες είχαν δεχθεί τις στάχτες και τα κτερίσματα από τις καύσεις των νεκρών. Οι ιωνικές παραστάδες, που αποδίδονται τρισδιάστατα με φωτοσκίαση πάνω στους τοίχους, δημιουργούν στο εσωτερικό του μνημείου την εντύπωση ενός πραγματικού περιστυλίου, στον υπαίθριο χώρο ενός κήπου. Μία συνεχόμενη φυτική γιρλάντα με κορδέλες και ρόδια στεφανώνει το ανώτερο μέρος του περιστυλίου, ενώ στα δύο τύμπανα των στενών πλευρών αποδίδονται ζωγραφικά τα όπλα, που συχνά συνοδεύουν ως κτερίσματα τους νεκρούς πολεμιστές: κράνη, ξίφη, καθώς και δύο διαφορετικού τύπου μακεδονικές ασπίδες. Η ζωντάνια των χρωμάτων και η πολύ καλή διατήρηση των τοιχογραφιών οφείλεται στο γεγονός ότι, από τότε που αποκαλύφθηκε το μνημείο, δεν αφαιρέθηκε ποτέ ο χωμάτινος τύμβος του, που του εξασφαλίζει σταθερές συνθήκες υγρασίας. Οι ομοιότητες μεταξύ της ζωγραφικής του συγκεκριμένου τάφου με το δεύτερο πομπηιανό στυλ αποτελούν σημαντικές ενδείξεις για τις επαφές και τις σχέσεις του ελληνιστικού κόσμου με τη ρεπουμπλικανική Ρώμη και, ίσως, η συγκεκριμένη τεχνοτροπία (''αρχιτεκτονικό ζωγραφικό στυλ'' κατά τη Stella Miller) να αποτέλεσε τις αρχές ή να έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη του δεύτερου πομπηιανού στυλ.

Ο τάφος βρέθηκε τυχαία το 1942, ανασκάφηκε από τον Χαράλαμπο Μακαρόνα και δημοσιεύθηκε περιληπτικά από τον ανασκαφέα, ενώ η πλήρης μελέτη του έχει γίνει από την αρχαιολόγο Stella Miller. Σήμερα είναι προσιτός μόνο στους ειδικούς, προκειμένου να εξασφαλίζεται η σταθερή υγρασία, που έχει συμβάλει στην εξαίρετη διατήρηση του ζωγραφικού διακόσμου του. Για την καλύτερη προστασία του μνημείου το 1999 κατασκευάσθηκε μεταλλικό στέγαστρο.
Συντάκτης
Ε. Ψαρρά, αρχαιολόγος