Το Σπήλαιο Νυμφολήπτου ή Πανός ή Αρχεδήμου βρίσκεται στην νότια πλευρά του Υμηττού, βορείως των εγκαταστάσεων της Σχολής Ευελπίδων, στην περιοχή Βάρης Αττικής. Απέναντι από το μνημείο Πεσόντων Πυροσβεστών ξεκινά χωματόδρομος, που, μετά από πορεία περίπου 200 μ., οδηγεί στην κορυφή του λόφου Κρεββάτι, όπου σχηματίζεται η περιφραγμένη σήμερα, κατακόρυφη είσοδος του σπηλαίου. Η μορφολογία της και οι φθαρμένες βαθμίδες που οδηγούν στο εσωτερικό του σπηλαίου καθιστούν δύσκολη και αρκετά επικίνδυνη την κατάβαση.
Το σπήλαιο επισκέφθηκε για πρώτη φορά το 1765 ο περιηγητής Richard Chandler και έκτοτε αποτέλεσε τόπο επίσκεψης όλων των ξένων περιηγητών που περνούσαν από την Αττική (Foucherot, Fauvel, Gell, Dodwell, Ross, Curtius, Kaupert, Leake, Byron). Ανασκαφική έρευνα διενεργήθηκε στο σπήλαιο το 1901 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, υπό την διεύθυνση του C. H. Weller. Πρόκειται για μικρό δίχωρο σπήλαιο μείζονος αρχαιολογικής σπουδαιότητας. Oι αίθουσές του διαμορφώθηκαν από τον Θηραίο Αρχέδημο, που πίστευε ότι ήταν «νυμφόληπτος» (δηλαδή νεραϊδοπαρμένος), σε ιερό των Νυμφών, του Πανός και του Απόλλωνος κατά το τρίτο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ. Αδιάψευστη μαρτυρία των πολυάριθμων επεμβάσεων του Αρχέδημου αποτελούν οι σωζόμενες σήμερα επιγραφές, τα λαξεύματα (βαθμίδες, θέσεις τοποθέτησης αφιερωμάτων, αύλακες, υδατοδεξαμενές, βωμοί), καθώς και τα ανάγλυφα που σκάλισε στα τοιχώματα και το εσωτερικό του σπηλαίου: ανάμεσά τους βρίσκεται κατά χώρα το άγαλμα ακέφαλης ένθρονης θεότητας, καθώς επίσης και το ανάγλυφο ανθρώπινης μορφής που απεικονίζει, όπως δηλώνει διπλή επιγραφή, τον ίδιο τον Αρχέδημο.
Το σπήλαιο αποτέλεσε χώρο άσκησης εντατικής λατρείας. Εγκαταλείφθηκε ξαφνικά στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. Άρχισε να χρησιμοποιείται πάλι από τους νεοπλατωνικούς κατά την εποχή του Ιουλιανού του Παραβάτη, τον 4ο αιώνα μ.Χ., και μέχρι τα τέλη του ίδιου ή τις αρχές του 5ου αιώνα, οπότε σταματά οριστικά η λειτουργία του ως λατρευτικού χώρου. Αυτό οφείλεται πιθανότατα σε καταστροφική επίθεση που δέχθηκε από τους χριστιανούς, οι οποίοι επιχείρησαν, χωρίς επιτυχία, να το μετατρέψουν σε χριστιανικό ασκητήριο.
Τρία από τα σπηλαιόμορφα μαρμάρινα αφιερωματικά ανάγλυφα, που βρέθηκαν στο σπήλαιο, εκτίθενται στη Συλλογή Γλυπτών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Το σπήλαιο δεν αποτελεί οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο.
|