Το Σπήλαιο Πανός βρίσκεται σε απόσταση 2,5 χλμ. δυτικά του Μαραθώνα Αττικής, στη βόρεια-βορειοανατολική κλιτύ του ακανόνιστα τριγωνικού λόφου του Πανός, σε υψόμετρο 100 μ. περίπου. Τους πρόποδες του λόφου περιτρέχει ο ποταμός Χάραδρος ή Οινόης, από το όνομα του οποίου προσδιορίζουμε σήμερα και το Σπήλαιο Πανός ως Οινόη ΙΙ, σε σειρά αρίθμησης που περιλαμβάνει και άλλα γειτονικά σπήλαια.
Πρόκειται για μεγάλο σκοτεινό έγκοιλο με δύο στενές εισόδους, αρκετές αίθουσες με πλούσιο σταλακτιτικό και σταλαγμιτικό διάκοσμο, και μικρές ασβεστολιθικές λεκάνες, διαμορφωμένες στο μητρικό πέτρωμα του σπηλαίου, μερικές εκ των οποίων εξακολουθούν σήμερα να είναι γεμάτες νερό. Στο σπήλαιο πραγματοποιήθηκε το 1958 ανασκαφική έρευνα μικρής κλίμακας από την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, υπό την διεύθυνση του Ιωάννη Παπαδημητρίου. Από το 2014 το σπήλαιο ανασκάπτεται από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας.
Ανθρώπινα σκελετικά κατάλοιπα, άφθονη κεραμική, εργαλεία, λίθινα, οστέινα και μεταλλικά κοσμήματα, λύχνοι και άλλα ευρήματα, χρονολογούν τη χρήση του χώρου, κατά διαστήματα, τουλάχιστον από τη Μέση Νεολιθική (6η χιλιετία π.Χ.) έως τα Υστερορρωμαϊκά χρόνια (6ο αιώνα μ.Χ.). Κεραμική και ειδώλια του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. που βρέθηκαν στο εσωτερικό, καθώς επίσης μαρμάρινη στήλη του 61/60 π.Χ. που εντοπίστηκε έξω και κοντά στην ανατολική είσοδό του, αποδεικνύουν -σύμφωνα με τον πρώτο ανασκαφέα- ότι από τον 5ο αιώνα π.Χ. το έγκοιλο χρησιμοποιήθηκε ως ιερός λατρευτικός χώρος του Πανός και των Νυμφών, και ότι ταυτίζεται με το Σπήλαιο Πανός που αναφέρει ο περιηγητής Παυσανίας στα Αττικά του (Ι, 32, 7).
Το σπήλαιο δεν αποτελεί οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο. Επιλογή των ευρημάτων του εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μαραθώνα.
|