Το Σπήλαιο Σχιστού βρίσκεται σε υψόμετρο 250 μ. περίπου στις νοτιοδυτικές κλιτύες του όρους Αιγάλεω και σε μικρή απόσταση από το ΒΙΟ.ΠΑ. Σχιστού Κερατσινίου Πειραιά. Η τοξωτή είσοδός του, μήκους 10 μ. και ύψους 4 μ. περίπου, έχει ανατολικό προσανατολισμό και διαθέτει πλάτωμα με δυνατότητα εποπτείας του όρους Αιγάλεω έως και τη Σαλαμίνα.
Η κατάβαση στο εσωτερικό του σπηλαίου είναι τεχνητά διαμορφωμένη με άνδηρα-αναλήμματα και σκαλοπάτια λαξευμένα στο βράχο, πιθανότατα από τους ιστορικούς χρόνους. Το συνολικό μήκος του σπηλαίου φτάνει τα 70 μ. και το πλάτος του τα 12-15 μ.
Η ανασκαφική έρευνα, που διεξάγεται από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας, έχει προσδιορίσει με ακρίβεια τις φάσεις χρήσης του σπηλαίου μέσω της συστηματικής εφαρμογής απόλυτων μεθόδων χρονολόγησης. Πιο συγκεκριμένα, εφαρμογή τέτοιων μεθόδων σε εργαλεία από οψιανό (ηφαιστειακό πέτρωμα που προέρχεται από τη Μήλο), που βρέθηκαν στα βαθύτερα στρώματα πριν από την εμφάνιση κεραμικής, αποδεικνύουν ότι το σπήλαιο πρωτοχρησιμοποιήθηκε στο τέλος της Ανώτερης Παλαιολιθικής (12η-11η χιλιετία π.Χ.). Πρόκειται για την αρχαιότερη απόλυτη χρονολόγηση που τεκμηριώνει τη διακίνηση οψιανού στο Αιγαίο. Με την ίδια μέθοδο πάντως, εφαρμοσμένη και πάλι σε εργαλεία οψιανού ανώτερων στρωμάτων, επιβεβαιώθηκε η χρήση του σπηλαίου και η διακίνηση του υλικού αυτού και κατά τη Μεσολιθική περίοδο (8η-7η χιλιετία π.Χ.). Ανεξάρτητα του οψιανού, από σποραδικές ενδείξεις άλλων ευρημάτων, που δεν έχουν ακόμα επιβεβαιωθεί ανασκαφικά, δεν αποκλείεται ότι η πρώτη χρήση του σπηλαίου ανάγεται σε περιόδους ακόμα παλαιότερες της Ανώτερης Παλαιολιθικής.
Σε νεότερες περιόδους το σπήλαιο χρησιμοποιείται κατά τη Μέση και Νεότερη Νεολιθική (6η και 5η χιλιετία π.Χ.), όπως και κατά την ώριμη φάση της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (μέσα 3ης χιλιετίας π.Χ.). Η ανασκαφή ενός βαραθρώδους χώρου στο βαθύτερο σημείο του σπηλαίου με πιθανή χρήση ως αποθέτη, έδωσε στοιχεία για το είδος και τις φάσεις χρήσης του κατά τους ιστορικούς αιώνες. Η ποιότητα και το πλήθος των ευρημάτων αποδεικνύουν ότι κατά την Κλασική περίοδο (5ος-4ος αιώνας π.Χ.) ήταν σημαντικό ιερό, που πιθανότατα συνδέεται με λατρεία της Αρτέμιδος, των Νυμφών και του Πανός. Άλλα ευρήματα υποδεικνύουν την περιορισμένη συνέχιση της χρήσης του χώρου στα Ελληνιστικά, Ρωμαϊκά και νεότερα χρόνια.
Το σπήλαιο δεν αποτελεί οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο.
|