|
|
|
|
|
Ο λόφος Τρίκαρδος, όπου αναπτύσσεται η αρχαία πόλη των Οινιαδών
|
|
|
Οι Οινιάδες αποτελούν τη νοτιότερη και δεύτερη σε μέγεθος και σπουδαιότητα πόλη της αρχαίας Ακαρνανίας. Βρίσκονται στο λόφο που ονομάζεται Τρίκαρδος, στις εκβολές του Αχελώου, είκοσι χιλιόμετρα περίπου από το Μεσολόγγι. Τα τεκμηριωμένα από τις αρχαίες μαρτυρίες χρονικά όρια της πόλης είναι από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. έως το 167 π.Χ., όταν όλη η Αιτωλοακαρνανία περνάει υπό τους Ρωμαίους, με τελευταία μνεία το 30 π.Χ., οπότε πιθανότατα εγκαταλείπεται από τους κατοίκους της. Μυθικός ιδρυτής της πόλης ήταν ο μητροκτόνος Αργείος Αλκμαίων, ο οποίος οδηγήθηκε στην πόλη μετά από Δελφικό χρησμό.
Οι Οινιάδες, ίσως η σημαντικότερη πόλη της Παραχελωίτιδας, ήλεγχε τις εκβολές του ποταμού και την είσοδο του Πατραϊκού κόλπου, καθώς και τη θαλάσσια αρτηρία μεταξύ της Ακαρνανίας και των νησιών Λευκάδας, Ιθάκης και Κεφαλλονιάς. Αποτελούσε βάση για το διαμετακομιστικό εμπόριο προς την Ιταλία και τη βόρεια Αδριατική, προσφέροντας ελλιμενισμό στα πλοία και πρέπει να ήταν πολύ εύφορη. Γι’ αυτό σημείωσε μεγάλη οικονομική και πολιτιστική ακμή, έφερε όμως, προ των τειχών της και πολλούς επίζηλους κατακτητές (Αιτωλούς, Αθηναίους, Σπαρτιάτες και Μακεδόνες), αρκετοί από τους οποίους κατάφεραν τελικά να περάσουν τις πύλες της.
Η πόλη παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο ιστορικό προσκήνιο με την επίθεση που δέχτηκε από τους Μεσσήνιους της Ναυπάκτου τον 5ο αιώνα π.Χ. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο τάχτηκε στο πλευρό των Πελοποννησίων, αντίθετα από τους υπόλοιπους Ακαρνάνες που τάχτηκαν με τους Αθηναίους. Σε αντίθεση προς τις άλλες ακαρνανικές πόλεις οι Οινιάδες προσχώρησαν τελευταίοι στην Αθηναϊκή Συμμαχία το 424 π.Χ, ενώ τον 4ο αι. π.Χ. χρησιμοποιήθηκαν ως βάση και ναυτικό ορμητήριο των Αθηναίων. Από το 330 π.Χ. οι Αιτωλοί κατέλαβαν την πόλη και εξόρισαν τους κατοίκους της προκαλώντας την οργή του Μ. Αλεξάνδρου. Οι Ακαρνάνες ανακατέλαβαν την πόλη το 314 π.Χ. Από τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. η Ακαρνανία παραχωρήθηκε από τους κυρίαρχους τότε Μακεδόνες, ως αντάλλαγμα, στο βασιλιά της Ηπείρου Πύρρο. Στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. (πιθανόν το 263 π.Χ.) υπογράφεται συνθήκη Ισοπολιτείας μεταξύ Αιτωλών και Ακαρνάνων, αλλά η πόλη παρέμεινε στα χέρια των Αιτωλών, μετά από συμφωνία των τελευταίων με τους Ηπειρώτες. Το ισχυρό τείχος της πόλης αποτέλεσε, σε συνδυασμό με τη στρατηγική της θέση, το κίνητρο για τον Φίλιππο τον Ε΄, ώστε να εξαιρέσει τους Οινιάδες από την καταστροφική επέλασή του στην Αιτωλοακαρνανία το 219 π.Χ. Το 211 π.Χ. η πόλη κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους και παραχωρήθηκε ξανά στους Αιτωλούς. Το 189 π.Χ. επέστρεψε στα χέρια των Ακαρνάνων. Το 146 π.Χ. η Ακαρνανία προσαρτήθηκε στη ρωμαϊκή πια επαρχία της Μακεδονίας. Έκτοτε η πόλη παρακμάζει, υποφέρει από λεηλασίες και πειρατικές επιδρομές. Το 30 π.Χ. με την ίδρυση της Νικόπολης οι κάτοικοι της Ακαρνανίας και της Ηπείρου υποχρεώθηκαν να μετοικήσουν σε αυτή.
Οι Οινιάδες αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα δείγματα οργάνωσης και οχύρωσης πόλεων και τα δημόσια κτήρια δείχνουν μία πόλη ιδιαίτερα οργανωμένη. Το τείχος της φαίνεται πως εξασφάλιζε αποτελεσματική άμυνα, το λιμάνι και τα νεώρια εμπορική και ναυτιλιακή κίνηση, το θέατρο πνευματική και πολιτιστική ζωή. Όλα τα ογκώδη κτήρια της αγοράς και η οργανωμένη πόλη πρέπει να πήραν την οριστική τους μορφή μέσα στον 4ο αιώνα π.Χ. Από την αρχαία πόλη διατηρείται τμήμα του οικιστικού της ιστού (θεμέλια ιδιωτικών κατοικιών και δημόσιων οικοδομημάτων), το θέατρο, οι νεώσοικοι και τα λουτρά στο αρχαίο λιμάνι της πόλης, τα θεμέλια των οικοδομημάτων της αγοράς, ενώ εκτός των τειχών έχουν ερευνηθεί τάφοι του πλούσιου ανατολικού νεκροταφείου της.
Το όνομα της πόλης είναι γνωστό από αναφορές των Θουκυδίδη, Διόδωρου, Πολύβιου και Παυσανία. Τα ερείπια της πόλης ταυτίστηκαν για πρώτη φορά στις αρχές του 19ου αιώνα από τον W.M. Leake. Το 1856 ο L. Heuzey μελέτησε τις αρχαιότητες των Οινιαδών και άλλων πόλεων της Ακαρνανίας. To 1887 o E. Oberhummer δημοσίευσε σημαντικά ιστορικά και τοπογραφικά στοιχεία για την περιοχή. Το 1906 ο F. Noach έκανε αξιόλογες παρατηρήσεις για το χώρο και εκπόνησε χάρτη των φρουρίων και των πόλεων της Ακαρνανίας. Αρχαιολογική έρευνα στην πόλη έγινε το 1901-1902 από τον B. Powell, ο οποίος διερεύνησε το θέατρο, τα λουτρά, τα νεώρια, ένα μικρό ναό και ένα οικοδόμημα πάνω σε λοφίσκο μέσα στην πόλη. Από το 1986 η ΣΤ΄ ΕΠΚΑ ξεκίνησε να διερευνά τα νεώρια και το χώρο του θεάτρου και από το 1989 το Πανεπιστήμιο Αθηνών ανέλαβε ανασκαφική έρευνα σε τμήμα της αρχαίας πόλης εντός των τειχών. Τέλος, το Τ.Δ.Π.Ε.Α.Ε, στο πλαίσιο ανάδειξης τριών ακαρνανικών πόλεων, πραγματοποίησε εργασίες σε μία έκταση περίπου 1.400 στρεμμάτων, οι οποίες ξεκίνησαν το 1997 και ολοκληρώθηκαν το 2006 με χρηματοδότηση από το Β΄ και Γ΄ Κ.Π.Σ. Το συντονισμό των εργασιών είχε ο τότε Γενικός Διευθυντής Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς κ. Λ. Κολώνας.
|