ΙΣΤΟΡΙΚΟ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΦΩΤΟΘΗΚΗ
 
 
© Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
Αεροφωτογραφία του αρχαιολογικού χώρου
Ο ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΤΟΥ ΣΟΥΝΙΟΥ

Η σημασία του Σουνίου για την πόλη – κράτος των Αθηνών

Το ακρωτήριο του Σουνίου, η νότια απόληξη της Αττικής, αποτελεί σημαντικό στρατηγικό σημείο. Από εκεί, η πόλη - κράτος των Αθηνών έλεγχε το θαλάσσιο πέρασμα προς το Αιγαίο και τον Πειραιά, το κεντρικό της λιμάνι, καθώς και τη χερσόννησο της Λαυρεωτικής, με τα πλούσια μεταλλεία αργύρου, χάρις στα οποία αναδείχθηκε σε υπερδύναμη τον 5ο αι. π.Χ.



Η κατοίκηση στην περιοχή του Σουνίου

Το φρούριο και τα ιερά ανήκαν στο δήμο των Σουνιέων, όπως διαμόρφωθηκε με την πολιτειακή μεταρρύθμιση του Κλεισθένους το 510 π.Χ. Ο δήμος ανήκε στη Λεοντίδα φυλή και εκτεινόταν στην περιοχή ανάμεσα στο Λαύριο, τα Μεγάλα Πεύκα, την Καμάριζα (¨Αγιο Κωνσταντίνο) και το ακρωτήριο. Ο οικισμός του φρουρίου μάλλον ήταν το κέντρο του δήμου, από τον οποίο είναι γνωστά και άλλα κατάλοιπα. Στο περιβάλλον του φρουρίου, εντοπίζεται οικισμός πάνω από το λιμάνι και νεκροταφείο κλασικών χρόνων στην παραλία, όπου το ναΰδριο του Αγίου Πέτρου, καθώς και τμήμα οικισμού των ρωμαϊκών χρόνων δυτικά του Αγίου Πέτρου.

Η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή μαρτυρείται όμως από τους προϊστορικούς χρόνους. Από το ακρωτήριο αναφέρονται τάφοι της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (3η χιλ. π.Χ.).



Το Σούνιο στους αρχαίους συγγραφείς

Πρώτος αναφέρεται στο Σούνιο ο Όμηρος (Οδύσσεια, γ 278), περιγράφοντάς το ως το «ιερό ακρωτήριο των Αθηναίων». Ο Ηρόδοτος (6,87) μας πληροφορεί ότι κάθε τέσσερα χρόνια οι Αθηναίοι οργάνωναν εκεί μεγάλη γιορτή. Το ιερό του Ποσειδώνος μνημονεύουν οι τραγικοί ποιητές Ευρυπίδης και Σοφοκλής και ο κωμικός Αριστοφάνης.

Πληροφορίες αντλούμε από τα συγγράματα ερευνητών, όπως ο Στράβων (Γεωγραφικά, 1ος αι. π.Χ. –1ος αι. μ.Χ.) και ο Στέφανος Βυζάντιος (Εθνικά, λ. Σούνιον, 6ος αι. μ.Χ.). Μια σύντομη αναφορά παραδίδεται από τον περιηγητή Παυσανία (Ελλάδος Περιήγησις) τον 2ο αι. μ.Χ., οπότε το ιερό του Ποσειδώνος είχε παρακμάσει και ο ναός της Αθηνάς είχε ήδη αποδομηθεί μέχρι θεμελίων και μεταφερθεί στην αγορά των Αθηνών. Ο περιηγητής αναφέρει εσφαλμένα ότι στον ορατό στο ακρωτήριο ναό ετιμάτο η Αθηνά. Η πλάνη αυτή εξακολούθησε μέχρι το 1900, οπότε η εύρεση επιγραφών οδήγησε στην αναγνώρισή του ως ναού αφιερωμένου στον Ποσειδώνα.

Ο ναός της Αθηνάς αναγνωρίσθηκε από την ιδιότυπη αρχιτεκτονική μορφή του, την οποία περιγράφει ο Ρωμαίος αρχιτέκτονας Βιτρούβιος (Περί αρχιτεκτονικής, 1ος αι. π.Χ.).



Οι περιηγητές και οι αρχαιολόγοι στο Σούνιο

Από τον 17ο αι. ξένοι περιηγητές ( G. Wheler / 1676, J.-D.Le Roy / 1754, R. Chandler / 1765, E. Dodwell /1805, A. Blouet /1829 κ.α.) στο Σούνιο αντίκρυσαν με ρομαντική διάθεση τον ερειπωμένο ναό του Ποσειδώνος. Οι κίονες που στέκονταν όρθιοι, έκαναν γνωστό το ακρωτήριο ως Καβοκολώνες.

Ο Βlouet, όπως προηγουμένως (1797) αρχαιολόγοι και αρχιτέκτονες της Eταιρείας των Dilettanti, επιχείρησε την αποτύπωση και μελέτη των ερειπίων, προχωρώντας επίσης σε μερική ανασκαφή των προπυλαίων του ιερού. Ρομαντικοί επισκέπτες του ναού, όπως ο λόρδος Byron το 1810, χάραξαν το όνομά τους πάνω στα μάρμαρά του.

Η επιστημονική έρευνα του ναού του Ποσειδώνος άρχισε το 1884 από τον αρχαιολόγο – αρχιτέκτονα W. Dorpfeld, Διευθυντή του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Ο αρχαιολόγος Βαλέριος Στάης ανέσκαψε συστηματικά (1897 – 1913) με δαπάνη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας το ιερό, το τείχος και τον οικισμό.

Εργασίες για τη στερέωση και αναστύλωση του ναού πραγματοποιούνται από το 1875. Η σημερινή εικόνα του ναού διαμορφώθηκε στην δεκαετία του 1950 μετά τις επεμβάσεις από την Αρχαιολογική Υπηρεσία με ευθύνη του αρχιτέκτονα – αρχαιολόγου Αναστασίου Ορλάνδου, μελετητή του μνημείου.

Με την υλοποίηση από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού (2011-1013) του έργου «Διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου Σουνίου» που συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΤΠΑ) αναδείχθηκαν όλα τα μνημεία του χώρου, ώστε να μπορεί να γίνει αντιληπτός ο σύνθετος και σημαντικός ρόλος του Σουνίου για την πόλη – κράτος των Αθηνών.
Συντάκτης
Δρ Ελένη Ανδρίκου, αρχαιολόγος