Νότια της εθνικής οδού Θεσσαλονίκης-Καβάλας σε μικρή απόσταση από το στόμιο του ποταμού Στρυμόνα και κατά μήκος μιας μικρής λιμνοθάλασσας, η οποία σχηματίζεται από την παλαιά κοίτη του ποταμού, σώζονται τα λείψανα οχυρωματικού περιβόλου. Στους χάρτες της περιοχής τα ερείπια αυτά αναφέρονται άλλοτε ως Καλέδες, άλλοτε ως αρχαία Ηϊών και άλλοτε ως Χρυσόπολη. Ταυτίζονται με τη βυζαντινή πόλη Χρυσόπολη της οποίας η ύπαρξη μαρτυρείται από τον 10ο αι. Η Χρυσόπολη διαδέχθηκε στο οικιστικό πλέγμα της περιοχής την παλαιοχριστιανική Αμφίπολη, η οποία από τα τέλη του 7ου αι. έπαψε να αναφέρεται στις πηγές. Τα σωζόμενα τμήματα της οχύρωσής της και οι άλλες επιφανειακές ενδείξεις υποδεικνύουν μια εγκατάσταση μεσοβυζαντινών χρόνων που αναπτύχθηκε σταδιακά και η οποία κατά τους υστεροβυζαντινούς χρόνους αποτελούσε τον κύριο οικισμό της περιοχής. Εδώ συγκεντρώθηκαν όλες οι εμπορικές δραστηριότητες που είχαν σχέση με τη διακίνηση των προϊόντων της κοιλάδας του Στρυμόνα. Ο Άραβας περιηγητής την περιγράφει σαν παραθαλάσσια πόλη ανάμεσα στη Ρεντίνα και τη Χριστούπολη (σημερινή Καβάλα). Αναφέρεται επίσης μαζί με το Περιθεώριον στο χρυσόβουλλο του 1082 με το οποίο ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός παραχώρησε διάφορα λιμάνια της βυζαντινής επικράτειας στους Βυζαντινούς, γεγονός που υποδηλώνει ότι ήταν ένα εμπορικά δραστήριο λιμάνι. Στη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων του 14ου αι. φαίνεται ότι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις επιχειρήσεις των αντιμαχόμενων πλευρών, και ως λιμάνι και ως χερσαίος κόμβος, γεγονός που οδήγησε τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο να την συμπεριλάβει στις θέσεις για τις οποίες μερίμνησε για την οχύρωσή τους. Στα 1357 ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος την παραχώρησε στους αδελφούς Αλέξιο και Ιωάννη οι οποίοι λίγο πριν την είχαν ανακαταλάβει από τους Σέρβους. Η πόλη παρουσιάζεται ακμάζουσα και μετά την οθωμανική κατάκτηση γύρω στα 1380 και φαίνεται ότι διατήρησε τη σημασία της ως εμπορικό κέντρο και οδικός σταθμός στην οδό Θεσσαλονίκης-Κωνσταντινούπολης. Στα 1553 η πόλη αναφέρεται μεν με το όνομα της αλλά παρουσιάζεται ως εγκαταλελειμένη. Κατά τα τέλη του 18ου-αρχές 19ου αι. παρατηρείται νέα άνθηση των οικονομικών και εμπορικών δραστηριοτήτων στην περιοχή, η οποία και αποτελεί τον τόπο συγκέντρωσης των φόρων του σουλτάνου. Από τις περιγραφές των περιηγητών της εποχής αυτής, προκύπτει η ύπαρξη ενός μικρού λιμανιού με την επωνυμία Τσαϊ-γεζί δυτικώς της παλαιάς κοίτης του Στρυμόνα, δίπλα στα τείχη της, όπου υπήρχαν αποθήκες για συγκέντρωση σιτηρών, το οίκημα του τελωνοφύλακα και άλλες βοηθητικές εγκαταστάσεις. Η διάβαση του Στρυμόνα στο σημείο αυτό γινόταν με περαταριά, είδος πορθμείου δηλαδή που επίσης ονομαζόταν Τσάγεζι. Σήμερα τα ερείπια της πόλης απειλούνται από την ολοένα και αυξανόμενη πίεση για δημιουργία παραθεριστικού οικισμού.
|