ΙΣΤΟΡΙΚΟ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΦΩΤΟΘΗΚΗ
 
 
© ΥΠ.ΠΟ.Α. / Εφορεία Αρχαιοτήτων Κιλκίς, © Εφορεία Αρχαιοτήτων Κιλκίς
Κολχίδα, ο νότιος λόφος με τα οικιστικά κατάλοιπα από την παλαιοχριστιανική και τη βυζαντινή εποχή
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΚΟΛΧΙΔΑΣ

παλαιοχριστιανική και βυζαντινή Κολχίδα

Η Κολχίδα, μικρός οικισμός προσφύγων ποντιακής καταγωγής, βρίσκεται σε απόσταση περίπου πέντε χιλιομέτρων ΝΑ της πόλης του Κιλκίς, στη δυτική όχθη του Γαλλικού ποταμού. Η ονομασία της υπενθυμίζει την προσφυγική καταγωγή των κατοίκων της, οι οποίοι έκτισαν και αφιέρωσαν τη σύγχρονη ταπεινή εκκλησία τους στον Άγιο Φανούριο.

Οι σπουδαιότεροι αρχαιολογικοί χώροι της Κολχίδας βρίσκονται σε δύο γειτονικούς λόφους, σε απόσταση περίπου δύο χιλιομέτρων ΒΑ του χωριού, στην απέναντι όχθη του ποταμού. Έχει ανασκαφεί μικρό τμήμα τους, αποκαλύπτοντας μία εκτεταμένη οικιστική εγκατάσταση με διάρκεια ζωής από τα παλαιοχριστιανικά μέχρι και τα μεταβυζαντινά χρόνια.

Η ονομασία του οικισμού, ο οποίος στα μεταβυζαντινά χρόνια αναφέρεται ως Ακτσέ Κλισέ και Μπέλα Τσίρκβα (Άσπρη Εκκλησία), δεν είναι γνωστή.



Ιστορικό-Περιγραφή

Ο βόρειος λόφος, γνωστός και ως «Ζωοδόχος Πηγή» λόγω της ομώνυμης εκκλησίας στους πρόποδές του, αποτελεί ουσιαστικά ένα εκτεταμένο πρανές του νότιου μεγαλύτερου υψώματος με την ονομασία «Άνοιγμα». Στην κορυφή του βρέθηκαν ερείπια οχυρωματικού περιβόλου, θεμέλια μικρής τρίκλιτης βασιλικής, αφιερωμένης σήμερα στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, που χρονολογείται από τα μέσα του 6ου έως τα μέσα του 7ου αιώνα, καθώς και λείψανα τοίχων επάνω στο λόφο και γύρω από αυτόν. Στους πρόποδές του υπάρχει σπηλαιώδης εκκλησία με τοιχογραφίες της μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου, των οποίων η τέχνη και η θεματική συνδέονται με τη γειτονική Θεσσαλονίκη (εικ. 1).

Στο νότιο λόφο, το «Άνοιγμα», κατά τις ανασκαφικές εργασίες που πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη 1983-1988 και το 2004 από την πρώην 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, η έρευνα έφερε στο φως σύνθετη οχυρωμένη εγκατάσταση των παλαιοχριστιανικών χρόνων, με διαδοχικές οικοδομικές φάσεις, που τεκμηριώνουν διάρκεια ζωής από τον 4ο έως και τον 7ο αιώνα (εικ. 2). Το συγκρότημα περιλαμβάνει μία τρίκλιτη κοιμητηριακή βασιλική του 4ου αιώνα, η οποία στην ιουστινιάνεια περίοδο τριπλασιάστηκε σε μέγεθος και πλαισιώθηκε από βαπτιστήριο, εργαστήρια, αποθηκευτικούς και άλλους χώρους. Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους τελευταίους κατέχει ο ληνός στα ΝΑ του ναού, του οποίου η παρουσία τεκμηριώνει ενδεχομένως την ενασχόληση των κατοίκων του οικισμού με την αμπελουργία (εικ. 3). Τον 10ο αιώνα (;), σε τμήμα του κεντρικού κλίτους της ιδρύθηκε μικρός μονόχωρος ναΐσκος, στον οποίο διακρίνονται υπολείμματα τοιχογραφιών του δεύτερου μισού του 12ου αιώνα (εικ. 4). Στα ΝΑ του συγκροτήματος ανασκάφηκε νεκροταφείο, που και αυτό γνώρισε επάλληλες οικοδομικές φάσεις.

Στην περιοχή μεταξύ των δύο λόφων, όπως αποκαλύφθηκε από σύντομες ανασκαφικές εργασίες, υπήρχαν χώροι με αποθηκευτική χρήση, πιθανόν του τέλους του 4ου αιώνα.

Συνολικά, οι κατά καιρούς ανασκαφικές έρευνες έφεραν στο φως μια σημαντική οικιστική θέση, σε στρατηγικό σημείο στις όχθες του Γαλλικού, η οποία ξεκίνησε ως μια μικρή εγκατάσταση, για να εξελιχθεί σταδιακά, στα παλαιοχριστιανικά χρόνια, σε οργανωμένο οικισμό, με κύριες δραστηριότητες των κατοίκων, όπως έχει υποστηριχθεί, τη χρυσοθηρία από τα νερά του ποταμού, τη γεωργία και την κτηνοτροφία.

Η παλαιότερη άποψη των ερευνητών ταύτιζε τον αρχαιολογικό χώρο με τον ρωμαϊκό σταθμό Gal(l)icum, ο οποίος υποκρύπτεται στην ονομασία Καλικός, την άπαξ αναφερόμενη ομώνυμη έδρα επισκοπής κατά τον 7ο αιώνα. Παρά το ότι η άποψη αμφισβητείται από τη σύγχρονη έρευνα, είναι φανερή η σημασία που προσέδωσαν στον χώρο της Κολχίδας οι μελετητές.

Δεν γνωρίζουμε την ονομασία της Κολχίδας κατά τα μεσαιωνικά χρόνια. Ωστόσο, το δ΄ τέταρτο του 15ου αιώνα και το 1568/69, ο ερειπωμένος σήμερα οικισμός της αντίπερα όχθης του Γαλλικού ποταμού αναφέρεται σε οθωμανικά κατάστιχα ως Ακτσέ Κλισέ και Μπέλα Τσίρκβα (Άσπρη Εκκλησία), πιθανόν λόγω της εντύπωσης που θα προκαλούσαν τα ιστάμενα λευκωπά (;) μέρη των εκκλησιαστικών και άλλων κτισμάτων των δύο αντικρυνών λόφων. Έτσι, η λανθάνουσα ονομασία του μεσαιωνικού οικισμού μας επιτρέπει να αντιληφθούμε ότι οι δύο οικισμένες όχθες του ποταμού αποτελούσαν όψεις της ίδιας κατοίκησης είτε σε ταυτόχρονο είτε σε διαδοχικό χρονικά ορίζοντα. Θα πρέπει να τονιστεί ότι στην ευρύτερη περιοχή της Κολχίδας, τόσο στη Δ. όσο και στην Α. όχθη του χρυσοφόρου Γαλλικού ποταμού, έχουν εντοπιστεί και άλλες αρχαιολογικές θέσεις από την προϊστορική μέχρι και τη μεταβυζαντινή εποχή, υποδεικνύοντας τη συνεχή κατοίκηση του χώρου και τον κομβικό ρόλο του ποταμού και των οικισμένων θέσεων για το εμπόριο και την οικονομία της περιοχής.

Η προφανής σημασία του αρχαιολογικού χώρου Κολχίδας για τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή ιστορία και τοπογραφία της ευρύτερης περιοχής οδήγησε την πρώην 9η ΕΒΑ σε συστηματικές εργασίες συντήρησης, στερέωσης, καθαρισμού και βελτίωσης της αναγνωσιμότητας και επισκεψιμότητας του χώρου μεταξύ των ετών 2002-2004, στο πλαίσιο του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (ΚΠΣ).

Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κιλκίς, θέλοντας να συμβάλει στη διασαφήνιση της ταυτότητας, της ιστορίας και του χαρακτήρα του σημαντικού αυτού αρχαιολογικού χώρου, προγραμματίζει σειρά εργασιών, ώστε να καταστεί λειτουργικός και επισκέψιμος.





Τα Μνημεία του Χώρου

Η σπηλαιώδης εκκλησία

Βρίσκεται στους πρόποδες του λόφου της Ζωοδόχου Πηγής και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του αρχαιολογικού χώρου της Κολχίδας. Η ονομασία της είναι νεότερη και σχετίζεται με το ομώνυμο γειτονικό εξωκκλήσιο. Η αρχική της ονομασία και αφιέρωση δεν είναι γνωστή, όπως όμως έχει προταθεί, πιθανόν, αναφέρεται στον Χριστό Παντοκράτορα ή, το πιθανότερο, στον άγιο Δημήτριο.

Το σπηλαιώδες ναΐδριο έχει έκταση μόλις 9,0 τ.μ. και το εικονογραφικό του πρόγραμμα είναι λιτό. Στην αψίδα του Ιερού περιλαμβάνει τον στηθαίο Χριστό Παντοκράτορα και στις υπόλοιπες επιφάνειες τούς έφιππους στρατιωτικούς αγίους Δημήτριο, Γεώργιο και Θεόδωρο, τον μάρτυρα στρατιωτικό άγιο Προκόπιο σε προτομή, δύο μορφές προφητών σε προτομή (Δαβίδ και Σολομών;) και αγία μάρτυρα, που ταυτίζεται με την αγία Παρασκευή. Τα υπολείμματα φωτοστεφάνων σε άλλα σημεία της ανωδομής και των τοίχων δηλώνουν την παλαιότερη εικόνιση και άλλων αγίων, οι οποίοι σήμερα δεν διατηρούνται λόγω της υψηλής υγρασίας που υπάρχει στο μνημείο.

Εικονογραφικά, η υπερμεγέθης παράσταση του Χριστού Παντοκράτορα, συνοδευόμενου από αρκετούς στρατιωτικούς αγίους, τονίζει τον στρατιωτικό χαρακτήρα της υπερκείμενης οχυρωμένης εγκατάστασης στους λόφους της Ζωοδόχου Πηγής και του Ανοίγματος. Ενδιαφέρουσα είναι, επίσης, η παρουσία της αγίας Παρασκευής στο εικονογραφικό πρόγραμμα, η οποία συνεχίζει τη μακρά παράδοση της αφιέρωσης ναών και παρεκκλησίων, στα όρια των πόλεων και των οικισμών, σε ιαματικούς αγίους, με στόχο την αποτροπή ασθενειών και πολεμικών κινδύνων (εικ. 1).

Τεχνοτροπικά, στη ζωγραφική του ναϋδρίου διακρίνονται δύο φάσεις. Στην παλαιότερη, των μεσοβυζαντινών χρόνων, ανήκει ο Χριστός Παντοκράτορας στην ανωδομή, και στη νεότερη, στα μέσα - β΄ μισό του 14ου αιώνα, στην ταραγμένη εποχή που προηγείται της οθωμανικής κατάκτησης της περιοχής, κυρίως οι παραστάσεις των πολεμικών αγίων.

Τόσο η εικονογραφία όσο και η τεχνοτροπία των παραστάσεων επιτρέπουν τη σύνδεση του ναϋδρίου με τη Θεσσαλονίκη, στης οποίας την ύπαιθρο χώρα ανήκαν τόσο η Κολχίδα, όσο και το γειτονικό Γυναικόκαστρο, το καταφύγιο της αριστοκρατίας των Θεσσαλονικέων περί τα μέσα του 14ου αιώνα. Οι άγνωστοι κτήτορες και αφιερωτές, που συνδέονται με την ιστορία του σπηλαίου της Κολχίδας, πρέπει να υποθέσουμε ότι σχετίζονταν επίσης με τη Θεσσαλονίκη. Στα τοιχώματα του ταπεινού εκκλησιδίου αποτύπωσαν τον απόηχο των καλλιτεχνικών ρευμάτων της γειτονικής μεγαλούπολης, έμμεσα τονίζοντας τον καθοριστικό της ρόλο στην καθημερινή ζωή της περιοχής.
Συντάκτης
Δρ Μαγδαληνή Παρχαρίδου, Αρχαιολόγος