|
|
|
|
|
Ρωμαϊκή αγροικία, άποψη του ταφικού θαλάμου.
|
|
|
Οι σωστικές ανασκαφές των τελευταίων ετών στην περιοχή του Λαδοχωρίου Ηγουμενίτσας έχουν αποκαλύψει σημαντικά τμήματα του οδικού δικτύου του οικισμού φωτίζοντας πλευρές της οικιστικής του οργάνωσης, κατόψεις ιδιωτικών οικιών και χώρων που έχουν ταυτιστεί με καταστήματα, εργαστηριακού και αγροκτηνοτροφικού χαρακτήρα εγκαταστάσεις, λουτρικά συγκροτήματα, ενώ δε λείπουν και τα παραδείγματα ιδιαίτερα επιμελημένων κατοικιών με πολλά δωμάτια, αύλειους χώρους, μαρμάρινους κιονίσκους και ψηφιδωτά δάπεδα.
Η πολεοδομική οργάνωση του οικισμού ακολουθεί μάλλον έναν ακανόνιστο τρόπο ανάπτυξης, με τη διάρθρωση των κτηρίων να μην υπακούει σε κάποιο γενικό κανόνα, με σαφή ωστόσο την πρόθεση να εξασφαλιστούν στους κατοίκους του οικισμού οι βασικοί όροι υγιεινής και οι προϋποθέσεις μιας άνετης διαβίωσης.
Η κατασκευή των κτηρίων είναι απλή. Πρόκειται για ορθογώνια ή σχεδόν ορθογώνια οικοδομήματα που αναπτύσσονται γύρω από μικρότερους ή μεγαλύτερους ανοιχτούς πλακόστρωτους χώρους και μεταξύ μικρότερων δρόμων. Οι τοίχοι των κτηρίων, οι οποίοι διατηρούνται κατά μέσο όρο σε ύψος 0,50 μ., είναι κατασκευασμένοι από μικρούς, αδρά επεξεργασμένους ασβεστόλιθους και ασβεστοκονίαμα ως συνδετική ύλη. Η ανωδομή των κτηρίων δε σώζεται, ενώ η στέγη καλυπτόταν από κεραμίδια, χιλιάδες θραύσματα των οποίων βρέθηκαν καταπεσμένα στο εσωτερικό των κτηρίων. Η θέρμανση εξασφαλιζόταν με λιθόκτιστες εστίες. Τα δάπεδα ήταν, κατά κύριο λόγο, πρόχειρα, από πατημένο χώμα, χωρίς να λείπουν και κάποια περισσότερο επιμελημένα από ασβεστοκονίαμα ή μωσαϊκά.
Στη βόρεια έξοδο της Ηγουμενίτσας, στο χώρο όπου κατασκευάζεται το νέο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης, ήρθε στο φως εκτεταμένη νεκρόπολη του 2ου και των αρχών του 3ου αιώνα μ.Χ. Η ποικιλία και ο πλούτος των ευρημάτων υποδηλώνει την ύπαρξη ενός αξιόλογου οικισμού στην περιοχή, ο οποίος ταυτίζεται με την πρώτη φάση του οικισμού που ανασκάπτεται στο Λαδοχώρι.
Από παλαιότερα γνωστή στην ευρύτερη περιοχή του κόλπου της Ηγουμενίτσας ήταν μόνο η ρωμαϊκή αγρέπαυλη, στη νότια πλευρά του κόλπου, η οποία εντοπίστηκε και ανασκάφτηκε μερικώς το 1975 και η έρευνά της ολοκληρώθηκε το 2014. Eίναι ένα ορθογώνιο κτίσμα που διαμορφώνεται αρχιτεκτονικά με περιμετρικές πτέρυγες γύρω από κεντρικό στεγασμένο χώρο. Η κύρια είσοδος βρισκόταν πιθανόν στο κέντρο περίπου της ανατολικής πλευράς του κτιρίου. Οι τοίχοι του σώζονται σε επίπεδο θεμελίωσης, ενώ από την ανωδομή διατηρούνται ελάχιστα τμήματα στο νότιο και ανατολικό τμήμα. Κάποια από τα δωμάτια είχαν εργαστηριακό χαρακτήρα, όπως πιστοποιείται από την παρουσία δαπέδων από υδραυλικό κονίαμα και τη σύνδεση των εν λόγω χώρων μέσω πήλινων σωλήνων με μικρή δεξαμενή, ενώ κάποια άλλα εξυπηρετούσαν ανάγκες διαμονής και είχαν -κατεστραμμένα σήμερα- ψηφιδωτά δάπεδα.
Λίγα μέτρα δυτικά του κτιρίου υπάρχει ταφικός θάλαμος, στο εσωτερικό του οποίου εντοπίστηκαν τμήματα τριών μαρμάρινων σαρκοφάγων, που χρονολογούνται από τις αρχές του 2ου ως τις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. Η καλύτερα διατηρημένη (σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων) απεικονίζει στην κύρια μακρά πλευρά σκηνές από τα «λύτρα» του Έκτορα (τα δώρα δηλαδή του Πρίαμου προς τον Αχιλλέα), στην αριστερή στενή πλευρά ετοιμασία πολεμιστή και στη δεξιά πρόθεση νεκρού, ενώ το κάλυμμα μίας από τις σαρκοφάγους στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας απεικονίζει τον ανακεκλιμένο είκοσι ενός ετών Αντώνιο.
|