ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΦΩΤΟΘΗΚΗ
 
 
Ο αρχαιολογικός χώρος και το όρος Σκόλλις στο βάθος
Ο αρχαιολογικός χώρος στο Κεφαλόβρυσο Πορτών συγκαταλέγεται μεταξύ των σπουδαιότερων αρχαίων εγκαταστάσεων της Δυτικής Ελλάδας., αφού εδώ ήρθαν στο φως σημαντικά και μοναδικά κατάλοιπα της μυκηναϊκής εποχής (17ος-11ος αι. π.Χ). Tου σπουδαίου αυτού χώρου έχει ερευνηθεί και αναδειχθεί το νεκροταφείο, που αποτελείται από σειρά τύμβων με κτιστούς θαλαμοειδείς και κιβωτιόσχημους τάφους εντός αυτών, δύο θολωτούς τάφους και πολλούς θαλαμωτούς, λαξευμένους στο μαλακό πέτρωμα. Βορειοδυτικά του νεκροταφείου και σχεδόν σε επαφή με αυτό (βλ. σχέδιο 1), διακρίνονται θεμέλια τοίχων των σπιτιών του οικισμού, ο οποίος γειτνιάζει με την πλούσια σε νερά φυσική πηγή, το Κεφαλόβρυσο (βλ. σχέδιο 1) Τόσο η πηγή όσο και το στρατηγικό πέρασμα στο σημείο αυτό, από την ορεινή Ηλεία (σύγχρονη οδός επικοινωνίας μέσω της 111) προς την εύφορη περιοχή της Δυμαίας χώρας και τον Πατραϊκό κόλπο, έπαιξαν τον σημαντικότερο ρόλο για την οργάνωση της μυκηναϊκής εγκατάστασης εδώ.

Αν συσχετίσει κανείς τις γραπτές πηγές με τις νεώτερες έρευνες, η θέση του Κεφαλόβρυσου Πορτών θα μπορούσε να ταυτιστεί με την Ηλειακή Πύλο. Εδώ, εκτός από τα σπουδαία μυκηναϊκά κατάλοιπα που έφεραν στο φως οι αρχαιολογικές έρευνες τα τελευταία χρόνια και τα οποία μπορούν να ταυτιστούν με την αναφορά του Ομήρου, η γεωμορφολογία της περιοχής, τα μεγάλα βαραθρώδη σπήλαια με τα μικρά στόμιά τους, αλλά και το σύγχρονο τοπωνύμιο Πόρτες, ταιριάζουν με όσα αναφέρει ο Παυσανίας για τις Πύλες του Άδη και τη λατρεία του θεού των νεκρών στην Ηλειακή Πύλο.

Για τον προϊστορικό οικισμό (βλ. σχέδιο 1) δεν μπορούν να αναφερθούν τώρα περισσότερα στοιχεία , πλην της θέσης του, διότι δεν έχει ερευνηθεί ακόμη.

Το νεκροταφείο βρίσκεται στα ανατολικά του οικισμού και καταλαμβάνει την κορυφή και τις πλαγιές ενός χαμηλού λόφου, που στο σύνολό του αποτελείται από μαλακό ιζηματογενές πέτρωμα (βλ. σχέδιο 2). Αν και κατά το παρελθόν είχε συληθεί επανειλημμένα, η αρχαιολογική έρευνα που ξεκίνησε το 1994 και συνεχίστηκε στα χρόνια που ακολούθησαν, αποκάλυψε μια ιδιαίτερα πλούσια νεκρόπολη, με όλα τα στοιχεία της εξέλιξης της ταφικής αρχιτεκτονικής των μυκηναϊκών χρόνων. Εδώ, μπορεί κανείς να συναντήσει όλους σχεδόν τους τύπους των τάφων που χρησιμοποιήθηκαν από τα πρώιμα χρόνια της ύστερης εποχής του Χαλκού έως και το τέλος της.

Στο πρωιμότερο νεκροταφείο ανήκουν δύο τουλάχιστον οικογενειακοί τύμβοι, εκ των οποίων του ενός (τύμβος Α) διατηρήθηκε στη θέση του ο λιθόκτιστος κυκλικός περίβολος που προορίζονταν για τη συγκράτηση του χώματος, που ήταν συσσωρευμένο με τη μορφή γήλοφου στο εσωτερικό του. Από τον δεύτερο περίβολο (τύμβος Γ) σώζονται μόνο αποσπασματικά κατάλοιπα. Οι τύμβοι χρονολογούνται περίπου στα 1700 π.Χ.

Εντός των τύμβων διατηρούνται τα κατάλοιπα κτιστών θαλαμοειδών τάφων, θεμελιωμένων σε ορθογώνιο λάξευμα, που διανοίχτηκε στο μαλακό πέτρωμα. Πρόκειται για υπόγεια ορθογώνια κτίσματα με κτιστή είσοδο στη μια στενή πλευρά, που στην επιφάνειά τους στεγάζονταν με ογκώδεις καλυπτήριες πλάκες. Οι τάφοι αυτοί, που ανήκουν σε ιδιαίτερα σπάνιο τύπο, χρησιμοποιούνται από τον 17ο αι π.Χ μέχρι τις αρχές του 15ου αι. π.Χ. Κτιστοί θαλαμοειδείς τάφοι εκτός τύμβων ερευνήθηκαν στους παρακείμενους των κτιρίων υποδοχής του κοινού λόφους (βλ. σχέδιο 2). Οι εν λόγω τάφοι ήσαν συλημένοι και διαταραγμένοι από παλιά, όμως τα κτερίσματά τους, αν και λιγοστά, μας παρέχουν τη δυνατότητα για τον προσδιορισμό της χρονολόγησής τους.

Κατά τον 14ο και 13ο αι. π.Χ ο τύμβος Α δέχεται την κατασκευή απλών και μικρών κιβωτιόσχημων τάφων, κτισμένων με όρθιες πλάκες, οι οποίοι φανερώνουν περιστασιακή χρήση των τύμβων στους χρόνους αυτούς και σταδιακή εγκατάλειψη του εθίμου ταφής. Μεμονωμένες συστάδες κιβωτιόσχημων τάφων, κατασκευασμένων τόσο με κτιστές πλευρές όσο και με όρθιες πλάκες, βρέθηκαν επίσης στο χώρο του νεκροταφείου και χρονολογούνται επίσης στον 14ο και 13ο αι. π.Χ. Η χρήση του συγκεκριμένου τύπου δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στα μυκηναϊκά χρόνια και μπορεί εν προκειμένω να αποδοθεί σε επίδραση των πρωιμότερων χρονικά εθίμων ταφής που συσχετίζονται με τους τύμβους.

Από το νεκροταφείο των Πορτών δεν απουσιάζει και ο σπάνιος τύπος του θολωτού τάφου. Εντοπίστηκαν δύο τέτοιοι τάφοι, οι οποίοι δεν έχουν ακόμη ερευνηθεί. Οι τάφοι αυτοί που φαίνεται ότι είχαν καταρρεύσει και αχρηστευθεί ήδη από τα μέσα του 14 ου αι. π.Χ. προορίζονταν για την ταφή των επιφανών οικογενειών του οικισμού, αυτών δηλαδή που ασκούσαν την εξουσία. Οι θολωτοί τάφοι των Πορτών ανήκουν στα πρώιμα δείγματα του τύπου στην ηπειρωτική Ελλάδα, καθώς ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους υπέργειοι. Η χρήση τους ήταν σχεδόν σύγχρονη με αυτή των τύμβων, οι οποίοι ήσαν τα πρώτα ταφικά μνημεία που ιδρύθηκαν στο λόφο.

Οι πλέον κοινοί σε χρήση τάφοι είναι οι λαξευτοί θαλαμοειδείς. Μέχρι σήμερα έχουν ερευνηθεί 30 τέτοιοι τάφοι. Εμφανίζονται στο νεκροταφείο λίγο πριν την εγκατάλειψη των πρώιμων τάφων των τύμβων, δηλαδή από τις αρχές του 15 ου αι. π.Χ και χρησιμοποιούνται αδιάκοπα για πέντε αιώνες, μέχρι την παρακμή των Μυκηναίων στα τέλη του 11 ου αι. π.Χ. Πρόκειται για υπόγειους λαξευτούς στο μαλακό πέτρωμα τάφους, οι οποίοι έχουν τη μορφή θαλάμου, συνήθως κυκλικής κάτοψης, στον οποίο οδηγεί λαξευτός, επιμήκης και επικλινής διάδρομος (δρόμος), ο οποίος σε αρκετές περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα απότομος. Εντύπωση προκαλεί η εξαντλητική εκμετάλλευση του πετρώματος, λόγω της περιορισμένης διαθεσιμότητας στο χώρο. Οι νεκροί θάβονταν στο έδαφος και σπανιότερα σε λάκκους που ανοίγονταν στο δάπεδο του θαλάμου, συνοδεύονταν δε από προσφιλή αντικείμενα και άλλα που ήταν χρήσιμα στο μεταθανάτιο ταξίδι.

Το προϊστορικό νεκροταφείο στις Πόρτες είναι σημαντικό και για τους παρακάτω λόγους: ο μνημειακών διαστάσεων κτιστός θαλαμοειδής τάφος του τύμβου Γ (Γ1) που ανήκε σε επιφανέστατη οικογένεια του οικισμού μεταξύ του 17 ου και 16 ου αι. π.Χ, είναι ο μεγαλύτερος που έχει αποκαλυφθεί έως σήμερα στον ελλαδικό χώρο. Η ταφή ενός αξιωματούχου-πολεμιστή, χρονολογούμενη στα τέλη του 12 ου αι. π.Χ, που βρέθηκε ασύλητη στον θαλαμοειδή τάφο 3, αποτελεί ίσως την πιο σημαντική μυκηναϊκή ταφή αυτών των χρόνων στην Ελλάδα μέχρι τώρα. Διότι, πέραν των πλούσιων κτερισμάτων της στα οποία συγκαταλέγονται πήλινα αγγεία, χάλκινη φιάλη, μαχαίρι, αιχμή δόρατος, ξίφος, ζεύγος χάλκινων περικνημίδων και μοναδικό στο είδος του (και από άποψη διατήρησης) χάλκινο τελετουργικό κράνος, που διέσωζε ίχνη της ψαθοϋφαντης επένδυσής του, η ταφή αυτή διέσωσε μοναδικές πληροφορίες για την κοινωνική, διοικητική και στρατιωτική οργάνωση του μυκηναϊκού κόσμου κατά τον 12ο και 11ο αι. π.Χ.
Συντάκτης
ΣΤ΄ΕΠΚΑ