ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΦΩΤΟΘΗΚΗ
 
 
© Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, © ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων
Πιθεώνας από οικιστικό συγκρότημα
Ο αρχαιολογικός χώρος της Τούμπας Θεσσαλονίκης βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της σύγχρονης πόλης και είχε εντοπιστεί στα τέλη του 19ου αιώνα. Η ανασκαφική όμως δραστηριότητα άρχισε τόσο στην καθαυτό Τούμπα, όσο και στην Τράπεζα που την περιβάλλει, στα μέσα της δεκαετίας του 1980.Η Τούμπα ανασκάπτεται από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και πρόκειται για έναν πολύ σημαντικό προϊστορικό οικισμό, με οικοδομικές φάσεις που καλύπτουν τη ζωή στη θέση αυτή από την αρχή της δεύτερης χιλιετίας μέχρι και τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ.. Στην Τράπεζα, που ερευνάται από αρχαιολόγους της ΙΣΤ ΕΠΚΑ, αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια σωστικών ανασκαφών επάλληλες οικοδομικές φάσεις από την Εποχή Σιδήρου έως και το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ., εποχή κατά την οποία ο Κάσσανδρος ίδρυσε τη Θεσσαλονίκη, ενοποιώντας 26 πολίσματα της ευρύτερης περιοχής.Από τον 6ο αιώνα και πέρα ο οικισμός φαίνεται ότι φθάνει στη μεγαλύτερη ακμή του και αποκτά έναν συγκεκριμένο πολεοδομικό ιστό, που διατηρείται εν πολλοίς και στα μετέπειτα χρόνια. Έχουν αποκαλυφθεί συμπλέγματα κατοικιών με δρόμους ανάμεσά τους, σπίτια με έναν ή δύο ορόφους στο πρότυπο των οικιών της Ολύνθου, με ποικίλους χώρους, όπως εργαστηριακούς, τροφοπαρασκευαστικούς, αποθηκευτικούς. Επίσης, μεγάλοι πιθεώνες και λάκκοι, επίσημοι χώροι υποδοχής (ανδρώνες), αλλά και χώροι λατρείας. Όλα τα παραπάνω είναι στοιχεία που συνθέτουν μια εικόνα κοινωνικής πολυπλοκότητας.Επίσης, εντοπίστηκαν έργα με γενικότερη σημασία για τον οικισμό, όπως δρόμοι, αυλάκια για τη διευθέτηση του νερού, περίβολοι και αναλημματικοί τοίχοι, που συνέχεια ανακατασκευάζονταν, αποδεικνύοντας τη μεγάλη διάρκεια κατοίκησης.Ιδιαίτερα σημαντική για τη γνώση των ιδιομορφιών και προτιμήσεων των κατοίκων είναι η κεραμική που αποκαλύφθηκε σε μεγάλες ποσότητες, από τα βαθύτερα στρώματα έως αυτά του τέλους της ζωής στον οικισμό. Λίγα και διάσπαρτα είναι τα όστρακα της Ύστερης Εποχής Χαλκού, ενώ η Εποχή Σιδήρου αντιπροσωπεύεται σε όλα τα σημεία της Τράπεζας. Διακοσμημένα, μονόχρωμα με επίχρισμα ή αμαυρόχρωμα δείγματα προέρχονται κυρίως από τοπικά εργαστήρια ή εισάγονται από το Λευκαντί της Εύβοιας. Έντονη είναι η παρουσία αγγείων επείσακτων ή ντόπιων με γραπτή γεωμετρική διακόσμηση, που χρονολογούνται στον 8ο αιώνα π.Χ.. Από τον 7ο αιώνα και πέρα κυριαρχούν οι εισαγωγές κεραμικής από τη Μ. Ασία, το Αιγαίο, αλλά και την Κόρινθο, μαζί με διάφορες τοπικές κατηγορίες, όπως η ασημίζουσα κεραμική. Στον 6ο αιώνα οι εμπορικές επαφές με τα υπόλοιπα κέντρα του Θερμαϊκού, της Χαλκιδικής και του Αιγαίου γίνονται ακόμη πιο έντονες, ενώ στον 5ο και όλον τον 4ο αιώνα, από την επείσακτη κεραμική καταλυτική είναι η παρουσία της αττικής. Συμπερασματικά, επισημαίνουμε ότι πρόκειται για μία πολύ σημαντική θέση στον μυχό του Θερμαϊκού κόλπου, με συνεχή ζωή από την Εποχή Χαλκού έως το τέλος του 4ου με αρχές 3ου αιώνα π.Χ.. Είναι ένα οργανωμένο πόλισμα με εμφανή κοινωνική διαστρωμάτωση, όπως μαρτυρούν οι διαφοροποιήσεις στις κατοικίες, που διακρίνεται επιπλέον για τις στενές και ποικίλες σχέσεις του με όλα τα μεγάλα εμπορικά κέντρα του ελληνικού κόσμου.