Το νεκροταφείο του οικισμού εντοπίστηκε στα ανατολικά και βόρεια της Τούμπας και έχει διάρκεια ζωής από τον 8ο έως και τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.. Αποτελείται κυρίως από λακκοειδείς, αλλά και κιβωτιόσχημους τάφους, ενώ οι καύσεις είναι σπάνιες. Από τα κτερίσματα υπερτερούν τα αγγεία, ντόπια και επείσακτα, μεταλλικά κοσμήματα και ελάχιστα όπλα. Κάθε εποχή αντιπροσωπεύεται από συγκεκριμένα είδη κεραμικής, όπως π.χ. οι χειροποίητες φιάλες με διχαλωτή λαβή στην εποχή Σιδήρου, τα εισαγμένα ευβοϊκά, κορινθιακά, ιωνικά και νησιώτικα αγγεία που χαρακτηρίζουν τα αρχαϊκά χρόνια, ενώ από τον 5ο αιώνα και πέρα κυριαρχούν τα αττικά αγγεία, κάνθαροι, σκυφίδια, ληκύθια, μόνωτα, κυάθια κλπ. Από τις λιτά κτερισμένες ταφές της εποχής του Σιδήρου, ως τους πλούσιους αρχαϊκούς και κλασικούς τάφους είναι εμφανής τόσο η διαφοροποίηση των ταφικών εθίμων, όσο και οι συνακόλουθες μεταβολές σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Όλη αυτή η διαχρονική αλληλουχία επιρροών, τάσεων και μεταβολών στην κτέρηση των τάφων, αντικατοπτρίζεται και στα ευρήματα του οικισμού που σηματοδοτούν τη μετάβαση από τη μία οικοδομική φάση στην επόμενη.
|