ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΦΩΤΟΘΗΚΗ
 
 
© Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
Βρέθηκε στο κεντρικό τμήμα του τύμβου, μερικά εκατοστά κάτω από την επιφάνεια της κορυφής. Ήταν η τελευταία καύση που πραγματοποιήθηκε μέσα σε μεγάλο λάκκο ανοιγμένο στην επίχωση του τύμβου. Τα περισσότερα κτερίσματα ήταν τοποθετημένα στη δυτική πλευρά του λάκκου. Πρόκειται για χάλκινα αγγεία διαφόρων τύπων και μεγεθών με ιδιαίτερα περίτεχνες λαβές, ένα χάλκινο κουτί μαζί με μια χάλκινη κυλινδρική θήκη, πήλινα και γυάλινα αγγεία, ένα σιδερένιο πτυσσόμενο κάθισμα, ένα χάλκινο λυχνοστάτη, του οποίου το ύψος αυξομειώνεται και η βάση απολήγει σε πόδια λιονταριού, ένα χάλκινο λυχνάρι, κ.ά. Και στην καύση αυτή υπήρχε χάλκινο φανάρι, που σώζεται σε καλύτερη κατάσταση από ότι τα άλλα δύο που βρέθηκαν στις καύσεις Β΄και Δ΄.
Στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. τέσσερα μέλη μιας πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων που πέθαναν διαδοχικά, αποτεφρώθηκαν και ενταφιάστηκαν στο ίδιο σημείο, κοντά στο δρόμο που οδηγούσε από την Αδριανούπολη στη Φιλιππούπολη. Στην ίδια θέση κατασκευάστηκε σταδιακά μεγάλος τύμβος, για να διατηρηθεί ανά τους αιώνες ζωντανή η μνήμη των νεκρών.



Η περιοχή ανήκει σήμερα στο Δήμο Κυπρίνου και βρίσκεται κοντά στα χωριά Μικρή Δοξιπάρα, Ζώνη και Χελιδόνα. Με την ανασκαφή εντοπίστηκαν τέσσερις μεγάλοι λάκκοι που περιείχαν τα υπολείμματα των καύσεων τριών ανδρών και μιας γυναίκας μαζί με πολυάριθμα αντικείμενα που τους συνόδευαν στον άλλο κόσμο, όπως πήλινα, γυάλινα και χάλκινα αγγεία, χάλκινοι λυχνοστάτες και λυχνάρια, χάλκινα φανάρια, όπλα, κοσμήματα, ξύλινα κιβωτίδια κ.ά. Οι πέντε άμαξες με τις οποίες μεταφέρθηκαν οι νεκροί στην περιοχή του τύμβου, ενταφιάστηκαν στον ίδιο χώρο μαζί με τα υποζύγιά τους. Δίπλα τους τάφηκαν άλλα πέντε άλογα. Σε όλες τις άμαξες διατηρούνται τα μεταλλικά λειτουργικά και διακοσμητικά στοιχεία, ενώ σε δύο από αυτές διατηρούνται και αποτυπώματα των ξύλινων τμημάτων τους.



Η έρευνα στον ταφικό τύμβο της Μικρής Δοξιπάρας-Ζώνης άρχισε το 2002 από τη ΙΘ΄Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Θράκης, περιφερειακή υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, με υπεύθυνους αρχαιολόγους τον Διαμαντή Τριαντάφυλλο, Διευθυντή τότε της Εφορείας και τη Δόμνα Τερζοπούλου. Μέχρι σήμερα οι εργασίες χρηματοδοτούνται εξολοκλήρου από το Υπουργείο Πολιτισμού.



Η ανασκαφή είχε σωστικό χαρακτήρα. Στο παρελθόν είχαν προηγηθεί πολλές προσπάθειες καταστροφής του τύμβου και σύλησης των ταφών. Η ένταξη της ανασκαφής στο πρόγραμμα σωστικών ανασκαφών ταφικών τύμβων του βόρειου Έβρου, αποφασίστηκε το 1998, όταν μετά από υπόδειξη του Θανάση Δερμεντζή, κατοίκου της Μικρής Δοξιπάρας, επισκεφτήκαμε την περιοχή του τύμβου και διαπιστώσαμε την ύπαρξη πολλών παράνομων ορυγμάτων στην επιφάνειά του. Τα πολυάριθμα θραύσματα επεξεργασμένου μαρμάρου και λατύπης που βρίσκονταν διάσπαρτα στην περιφέρεια του τύμβου, μας οδήγησαν στην αρχική υπόθεση ότι ο τύμβος κάλυπτε κτιστό τάφο ή σαρκοφάγο. Η υπόθεση αυτή δεν επιβεβαιώθηκε. Σήμερα πιστεύουμε ότι στην κορυφή του τύμβου υπήρχε κτιστό ταφικό μνημείο που έχει καταστραφεί ολοσχερώς ή ότι το μνημείο προϋπήρχε στη θέση που αργότερα κάλυψε ο τύμβος ή σε κάποια γειτονική θέση.



Το 1999 έγινε το τοπογραφικό διάγραμμα του τύμβου και το 2000 πραγματοποιήθηκε γεωφυσική διασκόπηση με γεωραντάρ από το Εργαστήριο Γεωφυσικής-Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης και Αρχαιοπεριβάλλοντος του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών της Κρήτης με επικεφαλής τον Δρ. Απόστολο Σαρρή.



Η ανασκαφή άρχισε στις 9 Σεπτεμβρίου του 2002. Λίγες μέρες αργότερα αποκαλύφθηκαν οι τροχοί της πρώτης άμαξας. Τετράτροχες άμαξες θαμμένες μόνες ή μαζί με τα άλογά τους έχουν βρεθεί σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Ασίας, στην Ελλάδα όμως ήρθαν για πρώτη φορά στο φως στον τύμβο της Μικρής Δοξιπάρας-Ζώνης. Η καλή διατήρηση των αμαξών και των σκελετών των αλόγων και η ύπαρξη αποτυπωμάτων των ξύλων σε δύο από τις άμαξες μας προσέφερε μια μοναδική, ιδιαίτερα ζωντανή ανασκαφική εικόνα, την οποία προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε με κάθε μέσο που είχαμε στη διάθεσή μας.



Η ανασκαφή συνεχίστηκε, κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, καθόλη τη διάρκεια του 2003 και σταδιακά ήρθαν στο φως οι υπόλοιπες τέσσερις άμαξες, οι ταφές πέντε αλόγων και οι τέσσερις μεγάλοι λάκκοι που περιείχαν τα υπολείμματα της καύσης των νεκρών και πολυάριθμα αντικείμενα που είχαν τοποθετηθεί από τους συγγενείς για να συνοδεύουν τους νεκρούς στη μετά θάνατον ζωή τους. Για την προστασία των αμαξών, των ταφών των αλόγων και των καύσεων από τις καιρικές συνθήκες κατασκευάστηκαν ελαφρά στέγαστρα, κάτω από τα οποία ολοκληρώθηκε η επίπονη διαδικασία καθαρισμού και αποκάλυψής τους. Η ανασκαφική έρευνα ολοκληρώθηκε το 2004. Σήμερα έχει αφαιρεθεί ολόκληρη η επίχωση του τύμβου. Οι άμαξες και οι σκελετοί των αλόγων βρίσκονται ακόμη στο έδαφος, ενώ τα αντικείμενα έχουν απομακρυνθεί από τα ορύγματα των καύσεων. Η συντήρηση των αμαξών και των κινητών ευρημάτων από τις καύσεις βρίσκεται σε εξέλιξη.



Τα πρώτα αποτελέσματα των ερευνών μας δημοσιοποιήθηκαν το Φεβρουάριο του 2003 στη Θεσσαλονίκη, κατά τη διάρκεια της ετήσιας συνάντησης για το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη, προκαλώντας μεγάλη αίσθηση τόσο στην αρχαιολογική κοινότητα όσο και στο ευρύτερο κοινό.
Συντάκτης
Δ. Τριαντάφυλλος