Πρόκειται για το πλουσιότερο σε ευρήματα μυκηναϊκό νεκροταφείο θαλαμωτών τάφων του νησιού. Έχουν ερευνηθεί τέσσερις θαλαμωτοί τάφοι (Α, Β, Γ και Δ) με πληθώρα ταφών και κτερισμάτων. Χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής των τάφων είναι η απουσία δρόμων που οφείλεται πιθανώς στην απότομη κλίση του φυσικού πετρώματος.
Ο τάφος Α έχει σπηλαιώδη μορφή και σχεδόν τετράγωνη κάτοψη. Η είσοδός του είναι στραμμένη προς τα νοτιοανατολικά. Οι πλευρές και οι γωνίες συγκλίνουν ελαφρώς προς τα πάνω για λόγους οικονομίας και στατικότητας με οροφή ελαφρώς καμαρωτή. Χαμηλό κατώφλι οδηγεί στο δάπεδο, στο μέσο του οποίου υπάρχει διαμορφωμένος διάδρομος κατά μήκος του θαλάμου. Εκατέρωθεν του διαδρόμου βρίσκονται 10 ταφικοί λάκκοι ορθογώνιας κάτοψης λαξευμένοι στο δάπεδο συμμετρικά ως προς τον άξονα του θαλάμου.
Ο τάφος Β είναι όμοιος ως προς το σχήμα και τις διαστάσεις με τον τάφο Α, αν και πιο συμμετρικός ως προς το σχήμα και φαίνεται ότι λαξεύτηκαν σχεδόν συγχρόνως. Λαξευμένο στο βράχο κατώφλι οδηγεί στο δάπεδο του θαλάμου, όπου εκατέρωθεν του διαμορφωμένου διαδρόμου στο μέσο του τάφου και κατά μήκος του άξονα ανοίγονται δέκα ταφικοί λάκκοι. Τα τοιχώματα του θαλάμου συγκλίνουν ελαφρώς προς τα πάνω και η οροφή θα είχε ελαφρώς καμαρωτή διαμόρφωση.
Ο τάφος Γ είναι ο μικρότερος από τους τέσσερις τάφους του νεκροταφείου. Η είσοδος του είναι στραμμένη στα νότια και έχει μικρό δρόμο. Χαρακτηριστικό του τάφου είναι ότι δεν έχει ταφικούς λάκκους.
Ο τάφος Δ είναι ο μεγαλύτερος και πρωϊμότερος από τους υπόλοιπους ο οποίος φαίνεται ότι είχε επιδιορθωθεί και διευρυνθεί κατά την αρχαιότητα. Το σχέδιό του παρουσιάζει ελλειπτική κάτοψη και πολλές κόγχες, καθώς πιθανώς επαναχρησιμοποιήθηκε μετά από καταρρεύσεις των τοιχωμάτων κατά τη διάρκεια της χρήσης του. Η είσοδός του είναι στραμμένη στα νότια, φέρει ίχνος δρόμου και χαμηλό κατώφλι. Έχει 11 ταφικούς λάκκους λαξευμένους στο εσωτερικό του, ενώ ένας ακόμη είναι ανοιγμένος στο δάπεδο του δρόμου. Σύμφωνα με τον ανασκαφέα (Σπ. Μαρινάτο) είχαν αρχικά λαξευτεί 7 ταφικοί λάκκοι και οι υπόλοιποι δημιουργήθηκαν μετά τη διεύρυνσή του. Οι διαστάσεις των ταφικών λάκκων ποικίλουν.
Στο χώρο εντοπίστηκαν λαξευμένοι στο φυσικό πέτρωμα σιροί, που έχουν μαστοειδή τομή, οι οποίοι ήταν κενοί. Φαίνεται ότι πιθανώς ανήκουν σε πολύ μεταγενέστερη περίοδο, καθώς κάποιοι από αυτούς διαταράσσουν τους τάφους. Βρέθηκαν στο εσωτερικό τους σπόροι κριθαριού και νομίσματα της βυζαντινής περιόδου. Ωστόσο, η ακριβής χρήση και λειτουργία τους παραμένει αδιευκρίνιστη.
Χαρακτηριστικός είναι ο μεγάλος αριθμός αγγείων που βρέθηκαν στο νεκροταφείο με κυρίαρχα σχήματα τους κρατήρες και τις κύλικες. Ο αριθμός τους ξεπερνάει τα 350 και τα περισσότερα (148) προέρχονται από τον τάφο Α. Η πλειοψηφία της κεραμικής χρονολογείται στη Νεότερη ΥΕ ΙΙΙ Γ φάση, ενώ ο τάφος Δ είναι ο πρωϊμότερος όλων και χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙ Α2 ? Β φάση.
Από τα χάλκινα αντικείμενα ξεχωρίζουν ένα κοντό ξίφος, οι λόγχες και τα μονόστομα μαχαιρίδια. Αξιόλογα επίσης είναι τα αντικείμενα μικροτεχνίας με χαρακτηριστικό ένα χρυσό επικάλυμμα λαβής εγχειριδίου ή καθρέπτη και ένα μοναδικό χρυσό περιδέραιο με ζεύγη διπλών σπειροειδών ελασμάτων. Επίσης, βρέθηκαν χάντρες από γυαλί, ορεία κρύσταλλο, στεατίτη και σαρδόνυχα, καθώς και τρεις χάντρες από ήλεκτρο εισηγμένες από τη Βαλτική. Τέλος, τεμάχια πιθανώς κράνους στον τάφο Δ δηλώνουν την παρουσία προσώπου με πολιτική και στρατιωτική εξουσία.
Από τα ευρήματα συμπεραίνεται ότι πρόκειται για μια κοινωνία με ισχυρή οικονομία. Τα εισηγμένα αντικείμενα (χρυσός, ορεία κρύσταλλος, ήλεκτρος, χαλκός, στεατίτης κλπ) αποδεικνύουν όχι μόνο άμεσες εμπορικές σχέσεις με την υπόλοιπη μυκηναϊκή Ελλάδα, αλλά και σχέσεις με το εξωτερικό. Χαρακτηριστικά είναι τα αγγεία με κυπριακή επίδραση που υποδηλώνουν άμεσες ή έμμεσες σχέσεις.
|