ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
 
 
Τετραπύργιο επισκοπικό συγκρότημα πρωτοβυζαντινών χρόνων αποκαλύφθηκε κατά τις εργασίες κατασκευής της νέας σιδηροδρομικής γραμμής Αθηνών-Θεσσαλονίκης, στη θέση "Λουλουδιές" της Πιερίας, ανάμεσα στους Σιδηροδρομικούς Σταθμούς Αλυκών Κίτρους και Κορινού. Στους λόφους βόρεια της θέσης αυτής, όπου εντοπίστηκε ατείχιστος οικισμός με συνεχή ζωή από τους μυκηναϊκούς μέχρι τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους, διεξήχθηκε το 168 π.Χ. η μάχη της Πύδνας, η οποία έκρινε την υποδούλωση της Μακεδονίας στους Ρωμαίους.

Το επισκοπικό συγκρότημα ιδρύθηκε το τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα επάνω στο δρόμο που συνέδεε τη Θεσσαλονίκη με τη Λάρισα, πιθανότατα στη θέση του σταθμού Άναμον, που αναφέρουν τα ρωμαϊκά οδοιπορικά.

Αποτελείται από έναν ορθογώνιο περίβολο, διαστάσεων 80μ. Χ 90μ., με διπλή πύλη στη δυτική πλευρά και προστατεύεται από τέσσερις γωνιακούς ορθογώνιους πύργους. Περιελάμβανε στην πρώτη φάση του τρίκλιτη βασιλική με θεοδοσιανά κιονόκρανα, επισκοπικό μέγαρο με ψηφιδωτά δάπεδα, που οργανώνεται γύρω από τον τρίκλινο (αίθουσα υποδοχής με κόγχη στη βόρεια πλευρά) και στοές. Κάτω από το επισκοπικό μέγαρο εντοπίστηκε αρχαιότερη έπαυλη των αρχών του 4ου αιώνα μ.Χ. με ψηφιδωτά δάπεδα.

Στους χρόνους του Ιουστινιανού Α΄ (527-565) το συγκρότημα επεκτείνεται με διεύρυνση των χώρων του, τη δημιουργία βιοτεχνικών εγκαταστάσεων παραγωγής κρασιού και λαδιού, ενώ την ίδια περίοδο επισκευάζεται ή ανοικοδομείται η βασιλική. Στα μέσα του 6ου αιώνα καταστρέφεται από σεισμό, οπότε εγκαταλείπεται από τον επίσκοπο για να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια ως νεκροταφείο, όπως μαρτυρούν οι οκτώ μνημειακοί τάφοι που ανασκάφηκαν σε αυτό. Στην τελευταία φάση ο ερειπιώνας του μετατράπηκε σε εργαστηριακό χώρο, με τον οποίο συνδέονται κεραμικός φούρνος, πηγάδια, τρεις φούρνοι γυαλιού, καμίνια χύτευσης, αγωγοί, δεξαμενές και εργαστήρι γλυπτών.

Η ίδρυση του συγκροτήματος υπήρξε αποτέλεσμα της παροδικής εγκατάστασης των Γότθων του Θευδέριχου στην Πύδνα και σε άλλες πέντε πόλεις της Μακεδονίας κατά το διάστημα 479 - 485 μ.Χ. και συνδέεται με τη μεταφορά στη θέση αυτή της επισκοπής Πύδνης. Ο χώρος του εγκαταλείφθηκε και ερημώθηκε οριστικά τον 7ο αιώνα κατά τη διάρκεια των βαρβαρικών επιδρομών, οπότε η χρήστες του κατέφυγαν, αναζητώντας ασφάλεια, στους γύρω λόφους.

Η ανασκαφή που διεξήχθηκε από την Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης με χρηματοδότηση του ΟΣΕ, έφερε στο φως μεγάλο αριθμό κινητών ευρημάτων και συνέβαλε σημαντικά στη γνώση του ιστορικού παρελθόντος της Πιερίας. Απέδειξε την αναβάθμιση του ρόλου του επισκόπου κατά την εποχή του Ιουστινιανού, διασαφήνισε το επίπεδο της καθημερινής ζωής και της τεχνολογίας και αποκάλυψε το πολιτιστικό πρόσωπο της περιοχής αυτής της Μακεδονίας στη διάρκεια μιας ιδιαίτερα σκοτεινής ιστορικής περιόδου, ανάμεσα στον 4ο και 7ο αιώνα.