Η Θέρμη είναι (πιθανότατα) το πόλισμα που ήρθε στο φως στον αρχαιολογικό χώρο στην Τούμπα Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για έναν κωνικό λόφο ύψους 23 μ. πάνω σε τράπεζα ύψους 15 μ. και μήκους 350 μ. που στα βορειοδυτικά περιβάλλεται από χείμαρρο. Περιλαμβάνει τον κωνικό λοφίσκο (tell) με αρχαίες επιχώσεις που έχουν πάχος 14 - 18 μ. και χρονολογούνται στην Εποχή του Χαλκού, Εποχή του Σιδήρου και στα ιστορικά χρόνια και τον τραπεζοειδή χώρο γύρω από το λοφίσκο, με στρώματα του οικισμού από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου μέχρι τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Η ανασκαφική έρευνα κατά τη δεκαετία του 1980 έφερε στο φως αναλημματικούς περιφερειακούς τοίχους και πλινθόκτιστα κτήρια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού με λευκό επίχρισμα στο εσωτερικό τους. Από την άλλη πλευρά, τα κτίσματα της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου είχαν λίθινες θεμελιώσεις. Έξω από τα όρια του αρχαίου οικισμού έχουν εντοπιστεί υπολείμματα σποραδικών εγκαταστάσεων διαφόρων εποχών και εκτεταμένο νεκροταφείο που χρονολογείται από τον 10ο ως και τον 4ο αι. π.Χ.
Ο οικισμός των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων που εκτεινόταν σε μια επιφάνεια που ξεπερνάει τα 95.000 τ.μ., αποκάλυψε ενδιαφέρουσα για την ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας στρωματογραφία από τον 11ο ως και τον 3ο αι. π.Χ. Η θέση του ήταν υπερυψωμένη και οριζόταν στη βόρεια πλευρά από μεγάλη ρεματιά, όπου το νερό κυλούσε από ανατολικά προς δυτικά. Οι πρόσφατες ανασκαφές στο βόρειο αυχένα της τράπεζας αποκάλυψαν τμήματα του πολεοδομικού ιστού ενός πολίσματος. Ένας χωματόδρομος πλάτους 2,5 μ. περιβάλλεται από σπίτια με τετράγωνα δωμάτια, δάπεδα από πατημένο πηλό και λιθόστρωτα κατώφλια. Το επιφανειακό στρώμα παρουσιάζει ίχνη βίαιης καταστροφής με γκρεμισμένους τοίχους, οι οποίοι είχαν καταστρέψει και σκεπάσει αγγεία καθημερινής χρήσης. Το γεγονός αυτό οδηγεί στη σκέψη, ότι ο συγκεκριμένος οικισμός καταστράφηκε εσκεμμένα, ώστε να αναγκαστούν οι κάτοικοί του να μετοικίσουν στη νεόκτιστη Θεσσαλονίκη.
Το νεκροταφείο του πολίσματος, γνωστό κατά ένα μικρό τμήμα του από το 1920, εκτείνεται δυτικά και νότια του οικισμού. Από το 1994 οι ανασκαφές έφεραν στο φως ταφές από το 10ο ως και τον 3ο αι. π.Χ. Ο συνήθης τύπος είναι ο επιμήκης (μακρόστενος) λάκκος, σκαμμένος στο φυσικό έδαφος, με πλάκες για επικάλυψη. Σε λίγες περιπτώσεις η τάφη είχε γίνει σε κιβωτιόσχημο τάφο ή πέτρινη σαρκοφάγο. Η τοποθέτηση των νεκρών γινόταν σε ύπτια θέση ενώ βρέθηκαν και καύσεις σε περιορισμένο αριθμό. Τα κτερίσματα αποτελούσαν ένα, δύο ή τρία αγγεία, ελάσματα χρυσού (επιστόμια), εγχειρίδια και μαχαίρια από σίδηρο ή χάλκινα και χρυσά νομίσματα.
|