ΙΣΤΟΡΙΚΟ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
 
 
Κατά τη διάρκεια των τριών περιόδων υποθαλασσίων ερευνών στην Τορώνη, οι οποίες είχαν προκαταρκτικό χαρακτήρα, έγινε φανερό ότι, η σημερινή θαλάσσια περιοχή στα ΒΑ του ισθμού, στην αρχαιότητα αποτελούσε τμήμα του πολεοδομικού ιστού της πόλης, με μικρή όμως υψομετρική διαφορά, σε σχέση με την περιοχή του σημερινού λαιμού της Ληκύθου.

Μέσα στη θάλασσα, σε απόσταση 35μ. περίπου από τη σύγχρονη ακτογραμμή και σχεδόν παράλληλα με αυτήν εντοπίζεται κρηπίδωμα μήκους 60μ. και πλάτους σχεδόν 2 μ., το οποίο στα δύο μέτωπά του διατηρεί σε διάφορα σημεία μεγάλους γωνιόλιθους γρανίτη.

Νότια αυτού του κρηπιδώματος και σε απόσταση 20μ. από την παραλία, μία δεύτερη παρόμοια κατασκευή, μήκους πάνω από 80μ. δηλώνει την ύπαρξη μιας δεύτερης ακτογραμμής, που δημιουργήθηκε σε εποχή μεταγενέστερη της πρώτης.

Κάθετα σε αυτές, με προσανατολισμό Β-Ν, αποκαλύφθηκε άλλος τοίχος από μεγάλες λιθοπλίνθους επίσης, που σώζεται σε ύψος τουλάχιστον τριών δόμων. Στη γωνία, που διαμορφώνεται μεταξύ τους, εντοπίστηκε πλήθος θραυσμάτων αμφορέων κλασικών χρόνων.

Θεμέλια τοίχων από αργολιθοδομή, με πλάτος που κυμαίνεται από 0,50 έως 0,65μ. και με κατεύθυνση ΝΔ-ΒΑ, είναι επίσης ευδιάκριτα στο βυθό της θάλασσας. Η χρονολόγησή τους στην κλασική περίοδο, συμπεραίνεται από την κεραμική (μελαμβαφής κυρίως) που βρέθηκε κατά τον καθαρισμό των τοίχων, που κείνται στη σημερινή παραλία και ανήκουν σε κτήρια, που χτίστηκαν αρχικά στη στεριά.

Γιά την ερμηνεία των κτηρίων αυτών, που στην αρχαιότητα βρίσκονταν σε άμεση γειτνίαση με το λιμάνι, ως κτήρια εμπορικού - αποθηκευτικού χαρακτήρα συνηγορεί εκτός της θέσης και του είδους των αγγείων και το ιδιαίτερα μεγάλο μέγεθός τους, αν λάβει κανείς υπόψη, ότι οι τοίχοι 5, 9 και 4 σώζονται σε μήκος πλέον των 10 μέτρων. Η χρονολόγησή τους στο β' μισό του 5ου αιώνα π.Χ. άλλωστε θα μπορούσε με πολλή προς το παρόν επιφύλαξη, να οδηγήσει στη σκέψη, ότι ίσως δεν είμαστε μακριά από την περιοχή όπου ο Θουκυδίδης αναφέρει, ότι οι Αθηναίοι, το 423 π.Χ. για να αμυνθούν εναντίον των Σπαρτιατών, ανέβασαν πάνω σε ένα οίκημα της Ληκύθου, πολλούς αμφορείς και πίθους με νερό, με αποτέλεσμα αυτό να γκρεμίσει.

Το τείχος C, κατασκευασμένο από μεγάλες λιθοπλίνθους γρανίτη, σώζεται σε ύψος τριών δόμων, ενώ του τέταρτου, χαμηλότερου δόμου, που προεξέχει έως 0,15μ. από τους υπερκείμενους και πιθανώτατα αποτελεί τη θεμελίωση, δε στάθηκε δυνατή η σε όλο το ύψος αποκάλυψη του.

Στο δυτικό τμήμα του τείχους C, στην παρειά της Ληκύθου διαπιστώθηκε η παρουσία άλλου τοίχου, κατασκευασμένου από αργούς πλακερούς, σχετικά μικρού μεγέθους, λίθους, που σώζεται σε ύψος τουλάχιστον 1 μέτρου. Μικρής έκτασης έρευνα αποκάλυψε ότι ο τοίχος αυτός ύστερα από 5 μ. μήκος προς τα Δυτικά γωνιάζει προς τα ΝΔ, στο εσωτερικό της Ληκύθου. Το πλάτος του στο σημείο αυτό είναι 1,20μ. και μία τομή μπροστά στη Βόρεια όψη του, έδειξε την ύπαρξη δαπέδου ή δρόμου, εκεί όπου, σε βάθος 0,20-0,15μ., παρατηρήθηκε πατημένο χώμα με κομμάτια κάρβουνου. Η κεραμική μέσα από την τομή αυτή, ήταν αρχαϊκή ντόπιας κυρίως παραγωγής. Ο τοίχος αυτός, που τέμνεται από το τείχος C, από το οποίο είναι προγενέστερος συνεχίζει με κατεύθυνση ΝΑ, έτσι ώστε το περίγραμμα του να διακρίνεται επάνω στη Λήκυθο.

Επάνω στη σημερινή ακτή σώζεται επίσης η ΝΑ γωνία κτηρίου, του οποίου η τοιχοποιία αποτελείται από γωνιόλιθους γρανίτη και ασβεστοκονίαμα ως συνδετικό υλικό. Το κτήριο, που φέρει δάπεδο από πήλινες τετράγωνες πλάκες, χρονολογείται στη ρωμαϊκή εποχή.

Μέσα στη θάλασσα, σε απόσταση ενός μέτρου από τη σημερινή ακτογραμμή, εντοπίζεται ορθογώνια κατασκευή, πιθανώτατα δεξαμενή μεταβυζαντινών χρόνων και επιβεβαιώνεται έτσι με την παρουσία οικοδομημάτων από την κλασική τουλάχιστον περίοδο μέχρι και τους μεταβυζαντινούς χρόνους, η διαχρονική χρήση και του βορειότερου παραθαλλάσιου, βυθισμένου σήμερα, τμήματος της Ληκύθου.