ΙΣΤΟΡΙΚΟ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΦΩΤΟΘΗΚΗ
 
 
© Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
Γενική άποψη από την πεδιάδα
Η ορθή χωροθέτηση του Παπικίου Όρους στο τμήμα της ελληνικής Ροδόπης, βόρεια της Κομοτηνής, οφείλεται στον Στίλπωνα Κυριακίδη στις αρχές του 20ου αι. Οι πρώτες συστηματικές τοπογραφικές και προανασκαφικές έρευνες που έγιναν τη δεκαετία 1970 από τον Θ. Παπαζώτο επιβεβαίωσαν την ορθότητα της άποψης, ενώ οι ανασκαφικές έρευνες που ακολούθησαν από τον κ. Ν. Ζήκο τη δεκαετία 1980 οι οποίες και συνεχίζονται, αποκάλυψαν σημαντκό αριθμό από τις εκκλησίες του Παπικίου Όρους και πλούτισαν τις γνώσεις μας για την ζωή των μοναχών. Οι ναοί που ανασκάφησαν πλήρως και είναι επισκέψιμοι είναι διάσπαρτοι σε όλη την ορεινή έκταση. Τα ονόματά τους είναι συμβατικά από τους πλησιέστερους οικισμούς, μια και δεν γνωρίζουμε το όνομα του τιμώμενου αγίου.

1. Ναός Α της Κερασιάς. Βρίσκεται 500 μ. περίπου δυτικά του εγκαταλλειμένου σήμερα οικισμού της Κερασιάς. Είναι μικρός μονόχωρος τρουλαίος ναός με μεγάλη προεξέχουσα ημικυκλική κόγχη και μεταγενέστερο νάρθηκα με πλινθόστρωτο δάπεδο. Η είσοδος, το μαρμάρινο κατώφλι της οποίας σώζεται στη θέση του, ανοίγεται στη δυτική πλευρά. Ο τρούλος στηρίζεται με τη βοήθεια τεσσάρων τόξων και ισαρίθμων σφαιρικών τριγώνων στους περιμετρικούς τοίχους που σχηματίζουν εσωτερικά το σχήμα του σταυρού. Το δάπεδο του σώζεται σχεδόν ακέραιο. Αποτελείται από μεγάλες μαρμάρινες πλάκες που διαιρούνται σε επιμέρους διάχωρα, τα πλαίσια των οποίων κοσμούνται με μαρμαροθετημένες ταινίες. Ένα ακόμη διάχωρο με μαρμαροθέτημα υπάρχει μπροστά από τη θέση της αγίας τράπεζας. Ο κυρίως ναός χωρίζει από το ιερό βήμα με μαρμάρινο τέμπλο, ο στυλοβάτης του οποίου με τα ίχνη έδρασης των πεσσίσκων σώζεται στη θέση του. Ο ναός έφερε τοιχογραφικό διάκοσμο, υπολείμματα του οποίου σώζονται στη βάση του ημικυκλίου της κόγχης. Είναι κτισιμένος με μικρές βουνίσιες πέτρες και κονίαμα, ενώ οι τοίχοι του νάρθηκα παρουσιάζουν πρόχειρη δομή με λασποκονίαμα. Χρονολογείται στον 11ο-12ο αι.

2. Ναός Β της Κερασιάς. Βρίσκεται 2 χλμ. νοτιοδυτικά της Κερασιάς. Αποτελούσε το καθολικό μονής. Είναι μονόχωρος τρουλαίος ναός και αποτελείται από τον νάρθηκα, τον κυρίως ναό καί την ημικυκλική εσωτερικά, πολυγωνική εξωτερικά, εξέχουσα αψίδα του ιερού βήματος. Ο νάρθηκας είναι πλατύτερος από τον κυρίως ναό και θεωτείται μετεγενέστερος. Στις δύο στενές πλευρές του διαμορφώνονται κτιστές κατσκευές (αρκοσόλια), προορισμένα για ταφική χρήση. Στην εσωτερική πλευρά του δυτικού τοίχου και εκατέρωθεν της εισόδου ανοίγονται δυο μικρές ημικυκλικές κόγχες. Παρόμοιες κόγχες διαμορφώθηκαν σε δυο κτιστούς πεσσούς που προστέθηκαν εκατέρωθεν της εισόδου κατά την ανέγερση του νάρθηκα. Οι κόγχες αυτές διασώζουν τοιχογραφικό διάκοσμο και ερμηνεύονται ως προσκυνητάρια. Τοιχογραφικός διάκοσμος σώζεται και στις υπόλοιπες επιφάνειες του νάρθηκα. Το δάπεδο του ήταν από ασβεστοκονίαμα. Παρόμοιο δάπεδο υπήρχε και στον κυρίως ναό, ενώ ο χώρος του ιερού βήματος ήταν με μαρμάρινες πλάκες. Πάνω στο δάπεδο βρέθηκε η αγία τράπεζα. Από τα διάφορα γλυπτά που βρέθηκαν συμπεραίνεται ότι υπήρχε και εδώ μαρμάρινο τέμπλο. Ο ναός χρονολογείται στον 11ο-12ο αι.

3. Μοναστηριακό συγκρότημα του Σώστη. Βρίσκεται 3,5 χλμ. βόρεια από τον οικισμό του Σώστη. Πρόκειται για εκτεταμένο μονστηριακό συγκρότημα από το οποίο ανασκάφηκε το καθολικό και τα προσκτίσματα της δυτικής και νότιας πλευράς. Το καθολικό δεσπόζει στο μέσον του συγκροτήματος. Ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής. Αποτελείται από τον νάρθηκα, τον κυρίως ναό και τον χώρο του ιερού βήματος με τρεις τρίπλευρες εξωτερικά προεξέχουσε αψίδες. Η είσοδος ανοίγεται στη δυτική πλευρά. Ο νάρθηκας είναι ισοπλατής με τον κυρίως ναό και είχε δάπεδο από πλίνθους. Στη βόρεια πλευρά του βρέθηκε κτιστός κιβωτιόσχημος τάφος. Πιθανόν να ανήκει στον κτήτορα της μονής. Ο κυρίως ναός διαιρείται με δυο κιονοστοιχίες από δυο κίονες, η κάθε μια σε τρία κλίτη με πλατύτερο το μεσαίο. Ολόκληρος ο κυρίως ναός είχε δάπεδο με μαρμαροθέτημα, τμήματα του οποίου διατηρούνται στο μεσαίο και βόρειο κλίτος. Χρονολογείται στον 11ο -14ο αι. με περίοδο ακμής τον 12ο αι. Μαρμάρινο τέμπλο χώριζε τον κυρίως ναό από τον χώρο του ιερού βήματος. Τα μέλη του βρέθηκαν διάσπαρτα σε όλο το καθολικό. Δυτικά του καθολικού βρίσκεται η τράπεζα. Πρόκειται για μια μακρόστενη ξυλόστεγη αίθουσα που καταλήγει ανατολικά σε ημικυκλική αψίδα. Πιθανότατα ήταν διόρωφη με τον πρώτο όροφο να έχει αποθηκευτική χρήση. Μέσα στην τράπεζα βρέθηκαν αρκετά αντικείμενα καθημερινής χρήσης, όπως μαχαιρίδια, κούπες και πινάκια, ενώ ενδιαφέρον εύρημα αποτελεί ένα σκεύος που χρησιμοποιούνταν για άντληση υγρών από πιθάρια (σιφούνι).

Βόρεια του καθολικού ανασκάφηκε μεγάλη τετράπλευρη κινστέρνα. Μικρά δωμάτια στη βορειοδυτική γωνία του συγκροτήματος μπορούν να χαρακτηρισθούν κελλιά των μοναχών. Η περίοδος λειτουργίας του συγκροτήματος τοποθετείται από τον 11ο αι. μέχρι τον 14ο αι. με περίοδο ακμής τον 12ο αι. Στις αρχές του 13ου αι. υπέστη καταστροφή η τράπεζα του, η οποία αποτεφρώθηκε.

Μοναστηριακό συγκρότημα Ληνού: Βρίσκεται 6 χλμ. βόρεια του οικισμού Ληνού Ροδόπης. Ανασκάφηκε το καθολικό, η τράπεζα, διάφορα προσκτίσματα και μια μνημειώδης κινστέρνα. Το καθολικό είναι συνδυασμός τρουλαίας βασιλικής και σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού. Αποτελείται από τον εξωνάρθηκα, το νάρθηκα, τον κυρίως ναό και το χώρο του ιερού βήματος. Ο εξωνάρθηκας είναι λίγο πλατύτερος από το υπόλοιπα τμήματα και έχει δάπεδο από πέτρινες πλάκες. Στη βόρεια στενή πλευρά υπάρχει κτιστό αψίδωμα καλυπτόμενο με τόξο και προορίζεται για ταφική χρήση. Ίσως εδώ να ήταν ο τάφος του κτήτορα. Ο νάρθηκας είναι ισοπλατής με τον κυρίως ναό με τον οποίο επικοινωνεί με είσοδο στον άξονα του μεσαίου κλίτους. Το τόξο της εισόδου διακοσμούνταν με ένθρονο Χριστό στη δεξιά πλευρά και παράσταση γυναικείας μορφής με διάδημα στο κεφάλι και μιας παιδικής, ντυμένες με πλούσια κοσμικά ενδύματα στην αντίστοιχη αριστερά. Στον ανατολικό και δυτικό τοίχο του εξέχουν από δυο αντικρυστές παραστάδες που στήριζαν τις τρεις καμάρες που τον κάλυπταν. Το δάπεδό του είναι από μαρμάρινες πλάκες και σώζεται κατά τόπους. Κάτω από το επίπεδο του δαπέδου βρέθηκαν τέσσερις τάφοι. Ο κυρίως ναός είναι μια ορθογώνια αίθουσα που χωρίζεται σε τρία κλίτη με τέσσερις πεσσούς που στήριζαν τρούλο. Στα ανατολικά εξέχουν οι τρεις αψίδες του ιερού βήματος. Οι δύο πλάγιες διαμορφώνονται σε τρίπλευρες εξωτερικά. Ο ναός έφερε μαρμαρμαροθετημένο δάπεδο χωρισμένο σε μεγάλα διάχωρα με ποικίλο διάκοσμο. Στο μεσαίο διάχωρο ξεχωρίζει το γνωστό για το συμβολισμό του θέμα των "πέντε άρτων". Ολόκληρο το καθολικό έφερε τοιχογραφικό διάκοσμο, από τον οποίο διατηρήθηκαν μερικά τμήματα στο κάτω μέρος των τοίχων, ενώ από σπαράγματα αποκαταστάθηκαν πρόσωπα που ανήκουν στον Ευαγγελιστή Μάρκο και τον Ιωάννη Θεολόγο και κοσμούσαν τον τρούλο. Το καθολικό παρουσιάζει τρεις κύριες φάσεις. Στην πρώτη ανήκει ο κυρίως ναό με το χώρο του ιερού βήματος, κτισμένος με αργούς λίθους οι οποίοι καλύπτονταν με γραπτό και εγχάρακτο κονίαμα που μιμούνταν πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοποιίας. Σε δεύτερη φάση προστέθηκε ο νάρθηκας και σε τρίτη ο εξωνάρθηκας. Χρονολογείται στον 11ο αι. με διάρκεια ζωής έως και τα μέσα του 14ου αι., ενώ η ποιότητα των τοιχογραφιών του και το μαρμαροθετημένο δάπεδο τον συνδέουν με την τέχνη της Κωνσταντινούπολης. Γύρω από το καθολικό αναπτύχθηκε νεκροταφείο με διαδοχικές ταφές στις ίδιες θήκες. Κτιστοί τάφοι υπάρχουν και στις εξωτερικές πλευρές του κυρίως ναού. Σε έναν από αυτούς βρέθηκε δακτυλίδι-σφραγίδα με την επιγραφή ΜΑΡΗΑC ΒΟΤΩΝΙΑΤΗΝΑ που αποδίδεται στην όμορφη Γεωργιανή πριγκίπισσα Μαρία, χήρα του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ' Δούκα (1071-1078) και του Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη (1078-1081) και μητέρα του νόμιμου διάδοχου Κωνσταντίνου Δούκα. Έτσι οι δύο κοσμικές μορφές που αποκαλύφθηκαν στο τόξο της εισόδου ταυτίζονται με την ίδια και τον πρόωρα χαμένο γιό της.
Συντάκτης
Νίκος Ζήκος, αρχαιολόγος