ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
 
 
Το κάστρο των Ιωαννίνων είναι κτισμένο στο νοτιοανατολικό άκρο της πόλης και στη μικρή βραχώδη χερσόνησο που εισχωρεί στη λίμνη Παμβώτιδα.

Η σημερινή του μορφή χρονολογείται στην ύστερη οθωμανική περίοδο, ωστόσο, έχουν ενσωματωθεί τμήματα προγενέστερων οχυρώσεων, της αρχαίας και βυζαντινής περιόδου.

Ενδείξεις και ευρήματα για την ύπαρξη του τειχισμένου οικισμού, στο κάστρο, υπάρχουν ήδη από την όψιμη κλασσική και ελληνιστική περίοδο, Ωστοσο η μέχρι σήμερα έρευνα, δεν έχει ταυτίσει τον οικισμό αυτό με κάποια από τις αναφερόμενες στις ιστορικές πηγές, ηπειρωτικές πόλεις.

Αρκετοί ερευνητές τοποθετούν στο κάστρο των Ιωαννίνων την πόλη Νέα Εύροια, όπου τον 6ο αιώνα σύμφωνα με τον ιστορικό Προκόπιο, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, μετέφερε τον πληθυσμό της πόλης Εύροιας. Η άποψη αυτή δεν είναι γενικά αποδεκτή, αφού δεν υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα να τη τεκμηριώνουν.

Η πρώτη γραπτή αναφορά της πόλης των Ιωαννίνων μαρτυρείται το 879, στα Πρακτικά Συνόδου της Κωνσταντινούπολης. Αργότερα, το 1082, οι Νορμανδοί με αρχηγό τον Βοημούνδο, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Άννας Κομνηνής στο βιβλίο της «Αλεξιάδα», κατέλαβαν την πόλη και ενίσχυσαν την υπάρχουσα οχύρωση. Λείψανα της οχύρωσης αυτής σώζονται μέχρι σήμερα και βρίσκονται στη νοτιοανατολική ακρόπολη (Ιτς Καλέ) του κάστρου, τα περισσότερα ενσωματωμένα στα ερείπια του Σεραγιού του Αλή πασά. Πρόκειται για τον κυκλικό πύργο που δεσπόζει στο κέντρο περίπου της ακρόπολης του Ιτς Καλέ και ο οποίος είναι γνωστός ως πύργος του Βοημούνδου και τη βάση ενός δεύτερου παρομοίου πύργου στην ανατολική πλευρά της ίδιας ακρόπολης, κοντά στο κτήριο των ?Μαγειρίων?.

Την υστεροβυζαντινή περίοδο (13ος-15ος αιώνας), η πόλη των Ιωαννίνων γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη και κατέστη σημαντικό διοικητικό και οικονομικό κέντρο. Ο Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας (1205-1215), ιδρυτής του Δεσποτάτου της Ηπείρου, ενίσχυσε ή ανοικοδόμησε μεγάλα τμήματα των τειχών της πόλης και εγκατέστησε στο κάστρο μέλη αριστοκρατικών οικογενειών, προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη, Η οποία είχε καταληφθεί από τους Φράγκους το 1204.

Από την οχύρωση των Ιωαννίνων και όπως αυτή εξελίχθηκε μετά τις ριζικές ενδεχομένως εργασίες του 13ου και τις προσθήκες ή βελτιώσεις του 14ου αιώνα, διατηρείται σήμερα ένα μεγάλο μέρος, λιγότερο ή περισσότερο αναγνωρίσιμο, στο σημερινό κάστρο.

Η βυζαντινή οχύρωση του 13ου-15ου αιώνα αποτελείτο από έναν ισχυρό περίβολο, η έκταση του οποίου στο μεγαλύτερο μέρος της συμπίπτει με αυτή του σημερινού κάστρου. Λιγοστοί από τους βυζαντινούς πύργους ήταν γνωστοί, ενώ άλλοι ήλθαν στο φως, κατά τη διάρκεια των αναστηλωτικών εργασιών, που γίνονται τα τελευταία χρόνια στο κάστρο από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.

Από τους πιο γνωστούς είναι ο πύργος του Θωμά, που βρίσκεται σε μικρή απόσταση δεξιά της σημερινής κεντρικής πύλης. Ο πύργος κτίστηκε πιθανότατα από το σέρβο ηγεμόνα της πόλης Θωμά Πρελιούμποβιτς, στην προσπάθεια του να ενισχύσει το κάστρο και να προστατέψει την πόλη από τις επεκτατικές βλέψεις των Αλβανών, που την εποχή αυτή είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών του Δεσποτάτου της Ηπείρου.

Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας πραγματοποιήθηκαν πιθανότατα εργασίες στα τείχη του κάστρου, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να εντοπιστούν σήμερα. Το κάστρο άλλαξε ριζικά με τις επεμβάσεις, που έγιναν κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του Αλή πασά, στο περιμετρικό τείχος και στις δύο ακροπόλεις του.

Οι εργασίες ανοικοδόμησης του ολοκληρώθηκαν το 1815, περίοδος που σηματοδοτείται από τη ρήξη του Αλή με την Υψηλή Πύλη. Σκοπός των εργασιών ήταν να καταστεί το κάστρο ιδιαίτερα οχυρό και απροσπέλαστο από κάθε πλευρά και αντάξιο της δύναμης του πασά των Ιωαννίνων.

Κατά τη διάρκεια των παρεμβάσεων του Αλή, στο κάστρο, διατηρήθηκαν μόνο όσα από τα τμήματα της προϋπάρχουσας υστεροβυζαντινής οχύρωσης σώζονταν σε καλή κατάσταση. Κατασκευάστηκε ένα ισχυρότατο νέο τείχος στην εξωτερική παρειά του προϋπάρχοντος και το κενό ανάμεσα στα δύο τείχη καλύφθηκε με καμάρες, όπου διαμορφώθηκαν στοές και αναπτύχθηκαν επίσης και άλλες θολωτές κατασκευές. Οι επιχώσεις μεταξύ του εσωτερικού και εξωτερικού τείχους, διαμόρφωσαν στο πάνω μέρος έναν ευρύτατο περίδρομο που εξυπηρετούσε στρατιωτικούς σκοπούς και έφερε πλήθος κανονιοθυρίδων. Τμήμα της οχύρωσης αποτελούσε επίσης η πλατιά τάφρος, που κατακλυζόταν από τα νερά της λίμνης και έδινε στο κάστρο τη μορφή νησίδας.

Τρεις πολυγωνικοί πύργοι, στην περιοχή του Μώλου, κοντά στη σημερινή κύρια πύλη και κοντά στην πύλη της Σκάλας, ενίσχυαν επιπλέον το περιμετρικό τείχος. Ένας σημαντικός αριθμός πυλών και πυλίδων είναι γνωστός, με χαρακτηριστικότερη την κύρια πύλη, η οποία έκλεινε με ξύλινη κινητή γέφυρα. Νότια της κύριας πύλης και πριν τον προμαχώνα του μώλου, ανοίγεται μια δεύτερη πύλη σε σημείο που υπήρχε βυζαντινός πύργος. Πύλες υπάρχουν και στο νότιο μέρος των τειχών από τις οποίες σημαντικότερες είναι αυτή κοντά στον προμαχώνα της Σκάλας και η νοτιοανατολική πύλη που οδηγούσε στην ακρόπολη του Ιτς Καλέ.



Οι δύο ακροπόλεις του Κάστρου



Τα δύο φυσικά υψώματα που υπάρχουν στο εσωτερικό του κάστρου διαμορφώθηκαν ήδη από τη βυζαντινή εποχή ως ακροπόλεις. Η βορειοανατολική είναι γνωστή ως ακρόπολη του Ασλάν πασά και η νοτιοανατολική ακρόπολη, γνωστή ως ακρόπολη Ιτς Καλέ.









Η νοτιοανατολική ακρόπολη (Ιτς Καλέ)



Η νοτιοανατολική ακρόπολη, εκτείνεται σε δύο επίπεδα. Τη βυζαντινή εποχή, σύμφωνα με πηγές, εδώ ήταν κτισμένες οι κατοικίες των Γιαννιωτών αρχόντων, καθώς επίσης ο μητροπολιτικός ναός των Ταξιαρχών και ο ναός του Παντοκράτορα. Πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες στο χώρο του Ιτς Καλέ και σε μικρή απόσταση από αυτόν, έφεραν στο φως οικοδομικά λείψανα ελληνιστικής εποχής.

Στο χώρο αυτό τοποθετείται από τους περισσότερους ερευνητές η μεσοβυζαντινή οχύρωση της πόλης των Ιωαννίνων, τμήμα της οποίας αναγνωρίζεται στον κυκλικό πύργο, γνωστό ως πύργο του Βοημούνδου, που υψώνεται περίπου στο κέντρο της. Ο πύργος αργότερα με κατάλληλες προσθήκες και μετασκευές αποτέλεσε τμήμα του Σεραγιού του Αλή πασά, τα ερείπια του οποίου αποκαλύφθηκαν στη νότια πλευρά του. Η ακρόπολη αποτέλεσε επίσης το επίκεντρο της δραστηριότητας το Αλή πασά, καθώς στον χώρο αυτό ήταν κτισμένο το συγκρότημα του Σεραγιού του και τα λοιπά στρατιωτικά κτίσματα. Διαμορφώθηκε έτσι στην ακρόπολη μια ισχυρή έδρα για τον ίδιο και τους αξιωματικούς του.

Η νοτιοανατολική ακρόπολη λειτουργεί σήμερα ως επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος. Εκτείνεται σε δύο επίπεδα, όπου διατηρούνται αρκετά ενδιαφέροντα κτήρια, τα περισσότερα από τα οποία έχουν αναστηλωθεί από την 8η Εφορεία Βυζαντινών αρχαιοτήτων. Πρόκειται για τα ερείπια του Σεραγιού του Αλή πασά, στη θέση του οποίου χτίστηκε το Βυζαντινό Μουσείο, το «Θησαυροφυλάκιο», που φιλιξενεί μια μόνιμη έκθεση αργυροτεχνίας, τα Μαγειρεία, η μικρή Πυριτιδαποθήκη και το Φετιχιέ τζαμί.



Το Σεράι του Αλή πασά

Οι εργασίες ανέγερσης του Σεραγιού του Αλή πασά, ξεκίνησαν γύρω στα 1788. Σύμφωνα με περιγραφές των περιηγητών, επρόκειτο για ένα εντυπωσιακό οικοδόμημα, με ιδιαίτερο πλούτο και πολυτέλεια στη διακόσμηση του. Το Σεράι βρισκόταν στο δυτικό ύψωμα της εσωτερικής ακρόπολης του Ιτς Καλέ, με θέα προς τη λίμνη. Σε αυτό, στεγάζονταν τα διαμερίσματα του Αλή, της οικογένειάς του, των υπηρετών και του χαρεμιού. Υπήρχε επίσης η αίθουσα αναμονής και η αίθουσα ακροάσεων.

Σε μια περιγραφή του Σεραγιού από τον Άγγλο γιατρό και περιηγητή H. Holland, ο οποίος επισκέφτηκε τα Ιωάννινα, το 1812-1813, αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής «το σαράι του Αλή πασά είναι? χτισμένο σε ένα ύψωμα που του παρέχει τον έλεγχο πάνω σ? ολόκληρη την πόλη?». Στη γνωστή χαλυβογραφία των W. Leitch και H. Adlard αποδίδεται ως μεγαλειώδες οικοδόμημα με πολυάριθμα παράθυρα στον όροφο, διατεταγμένα σε σειρά. Έφερε τοξωτό προστώο στη δυτική πλευρά, με θέα στη λίμνη. Ο H. Holland αναφέρει επίσης την αίθουσα αναμονής του Σεραγιού, την οποία περιγράφει ως εξής «?σε έναν εξώστη ή χώλ του σεραγιού, τα παράθυρα προσφέρουν καταπληκτική θέα στη λίμνη των Ιωαννίνων και στα βουνά της Πίνδου. Οι τοίχοι είναι ζωγραφισμένοι και πολυάριθμες πόρτες οδηγούν σε διάφορα μέρη του παλατιού?».

Επιβλητική και μεγαλόπρεπη ήταν επίσης και η αίθουσα ακροάσεων του Σεραγιού. Η λιθογραφία του G. de la Poer Beresford, εικονίζει μια τεράστια αίθουσα , με μεγάλα, τοξωτά παράθυρα και πλούσιο ζωγραφικό διάκοσμο στη οροφή και τους τοίχους. Η μαρτυρία του H. Holland είναι και πάλι κατατοπιστική για την αίθουσα αυτή «?στις παραστάδες των τοίχων και στα κοιλώματα ανάμεσα τους κρέμονταν τα όπλα του βεζύρη, πάλες, εγχειρίδια και πιστόλες, όλα εξαιρετικής τέχνης και στολισμένα με χρυσάφι και πολύτιμους λίθους. Ένα τουρκικό χαλί κάλυπτε το πάτωμα και ντιβάνια περιτριγύριζαν όλο το δωμάτιο».

Όπως προκύπτει από την ανασκαφική έρευνα των τελευταίων ετών, ανισόπεδα τμήματα, λουτρά, αίθρια, πλήθος βοηθητικών χώρων και αυλών, συνθέτουν την εικόνα ενός άρτια οργανωμένου κτιριακού συγκροτήματος. Στη βόρεια πλευρά του Σεραγιού, βρισκόταν πιθανότατα ο ανδρώνας και στη νότια ο γυναικωνίτης. Σήμερα σώζονται ερείπια από την μεσημβρινή πτέρυγα του Σεραγιού, κτήρια και άλλα βοηθητικά προσκτίσματα.

Το Σεράι συνέχισε να χρησιμοποιείται ως διοικητικό κέντρο και μετά την πτώση του Αλή (1822) έως και το 1870, οπότε και καταστράφηκε ολοσχερώς. Στις πηγές αναφέρεται ότι είχε ήδη υποστεί πολλές φθορές, από την πολιορκία των σουλτανικών στρατευμάτων εναντίων του Αλή πασά.

Στα ερείπια του κεντρικού κτηρίου του Σεραγιού, κτίστηκε αργότερα το Στρατιωτικό Νοσοκομείο της πόλης «Άγιοι Ανάργυροι» και στη θέση αυτού, ο ελληνικός στρατός έκτισε το 1958, το βασιλικό περίπτερο. Το 1978, η 8η Μεραρχία Ιωαννίνων παραχώρησε το κτήριο στο Υπουργείο Πολιτισμού, στο οποίο εγκαινιάστηκε το 1995 το Βυζαντινό Μουσείο Ιωαννίνων, ενώ στον όροφο του κτηρίου στεγάζονται σήμερα τα γραφεία της 8ης Εφορίας Βυζαντινών αρχαιοτήτων.



Το Βυζαντινό Μουσείο

Στις επτά αίθουσες του Βυζαντινού Μουσείου, εκτίθενται σπουδαία ευρήματα ανασκαφών, που χρονολογούνται από την παλαιοχριστιανική έως και τη μεταβυζαντινή περίοδο. Πρόκειται για γλυπτά, νομίσματα, εικόνες και κεραμική, από την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Περίοπτη θέση στη συλλογή του Μουσείου κατέχουν βυζαντινά γλυπτά από ναούς της Θεσπρωτίας, καθώς και μαρμάρινοι κίονες και κορινθιακά κιονόκρανα της παλαιοχριστιανικής περιόδου, από την ίδια περιοχή. Εκτίθενται ακόμη χειρόγραφα ευαγγέλια και ένα έντυπο βιβλίο του 1499, που έχει εκδοθεί στη Βενετία, από το τυπογραφείο του Νικολάου Βλαστού. Τα εκθέματα αυτά παρέχουν στον επισκέπτη τη δυνατότητα να γνωρίσει την ιστορία της Ηπείρου, στο πέρασμα των αιώνων.





Το «Θησαυροφυλάκιο»

Σε κεντρικό σημείο του Ιτς Καλέ και σε επαφή με τον ναό των Αγίων Αναργύρων, βρίσκεται το κτήριο που είναι γνωστό από την προφορική παράδοση ως «Θησαυροφυλάκιο».

Πρόκειται για εντυπωσιακό κτίσμα που πιθανότατα ανήκε στο ευρύτερο συγκρότημα του Σεραγιού του Αλή πασά, λείψανα του οποίου βρέθηκαν σε πολύ κοντινή απόσταση, στα νότια.

Η κάτοψη του είναι ορθογώνια. Μια πεσσοστοιχία αποτελούμενη από τρεις πεσσούς, δημιουργεί δύο επιμήκεις χώρους που στεγάζονται εσωτερικά με καμάρες και εξωτερικά με δίρριχτες στέγες.

Οι πλευρικές τοιχοποιίες της αίθουσας, φέρουν ορθογώνιες κόγχες, διαφόρων διαστάσεων. Στο δυτικό άκρο της νότιας πλευράς, υπάρχει θολωτό άνοιγμα που πιθανότατα οδηγούσε στον διπλανό, θολωτό χώρο, ο οποίος μεταγενέστερα διαμορφώθηκε στο σημερινό ναό των Αγίων Αναργύρων.

Το κτήριο αναστηλώθηκε από την 8η Εφορία Βυζαντινών αρχαιοτήτων, κατά τη διάρκεια των ετών 1989-1990 και έκτοτε φιλοξενεί μια μόνιμη έκθεση αργυροχοΐας. Η έκθεση περιλαμβάνει δύο κυρίως συλλογές αργυρών αντικειμένων, που αποτελούν δωρεές του αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνα (1873-1956) και του Κ. Ιωαννίδη (γόνος γνωστής οικογένειας αργυροχόων, 1907-1965). Πρόσφατα, εμπλουτίστηκε με πολύτιμα κοσμήματα, δωρεά της Τ. Βέλλη - Δογορίτη (1925-2007). Την Έκθεση συμπληρώνει η αναπαράσταση ενός εργαστηρίου αργυροχοΐας.

Η έκθεση του «Θησαυροφυλακίου» σχετίζεται με την τέχνη της αργυροχοΐας, η οποία γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στα Ιωάννινα, κυρίως κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο. Τα ηπειρώτικα εργαστήρια αργυροχοΐας έδωσαν σπουδαία έργα, κοσμικά (κοσμήματα, οικιακά σκεύη, όπλα κ.ά.) και εκκλησιαστικά (σταυροί ευλογίας, λειψανοθήκες, δισκοπότηρα κ.ά.). Ο επισκέπτης της έκθεσης, αντλεί σημαντικές πληροφορίες για τον τρόπο άσκησης της τέχνης, καθώς και τις πιο χαρακτηριστικές τεχνικές δημιουργίας της (έκτυπη, συρματερή, χυτή, σμάλτα κ.ά.).





Το Φετιχιέ τζαμί

Στο ανατολικότερο και υψηλότερο σημείο της Ακρόπολης Ιτς καλέ, δεσπόζει το Φετιχιέ τζαμί. Σύμφωνα με την παράδοση, το τζαμί είναι χτισμένο στη θέση του προϋπάρχοντος βυζαντινού ναού των Ταξιαρχών. Μοναδικά λείψανα του βυζαντινού αυτού ναού, είναι οι δύο μαρμάρινοι πεσσίσκοι τέμπλου του 13ου αιώνα, που βρίσκονται εντοιχισμένοι στην κόγχη (μιχράμπ) του τζαμιού.

Το τζαμί είναι μονόχωρο και στεγάζεται με μεγάλο θόλο, που στηρίζεται σε τέσσερα ημιχώνια και τέσσερα τυφλά τόξα. Φέρει ξύλινο εξώστη στη βόρεια πλευρά. Τοιχογραφίες με φυτικό και γεωμετρικό διάκοσμο και χωρία αραβικών επιγραφών κοσμούν τα περισσότερα μέρη του χώρου. Στη γραπτή διακόσμηση εντοπίζονται και μεταγενέστερες επιζωγραφίσεις, που αντικατοπτρίζουν το πνεύμα του «νεοκλασικισμού» που επικρατούσε και στα Ιωάννινα την περίοδο της ύστερης Τουρκοκρατίας.

Εξωτερικά το τζαμί έφερε ανοικτή στοά, από την οποία σήμερα διατηρείται μόνο το κρηπίδωμα. Σε καλή κατάσταση διατηρείται και ο μιναρές, που φέρει εξώστη και οξυκόρυφη στέγη. Στο πάνω μέρος της βάσης του μιναρέ, σώζονται τρεις πλάκες με ανάγλυφη διακόσμηση.

Σύμφωνα με πηγές, το 15ο αιώνα, μετά την υποταγή των κατοίκων της πόλης των Ιωαννίνων στους Οθωμανούς (1430), κτίστηκε στο σημείο αυτό το πρώτο μουσουλμανικό μετζήτ (θρησκευτικό ίδρυμα), που ονομάστηκε Φετιχιέ. Πρόκειται για την τουρκική εκδοχή της λέξης «κατάκτηση».

Το 17ο αιώνα, ο Τζαλαλή πασάς ανέλαβε την δαπάνη για την κατασκευή του τζαμιού. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, επρόκειτο για ένα μεγαλόπρεπο τζαμί, που εντυπωσίαζε τους επισκέπτες. Ο τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπί, που επισκέφθηκε την πόλη των Ιωαννίνων στα τέλη του αιώνα (1670), αναφέρει μεταξύ άλλων «?ένα αρχαίο τέμενος με σαμαρωτή οροφή, ολότελα καμάροσκέπαστο με πέτρινο μιναρέ, που προηγουμένως ήταν εκκλησία. Είναι κι αυτό ένα τζαμί ολόλαμπρο σε μια γωνία του κάστρου πάνω σε απόκρημνο βράχο, με πλάτος εξήντα πόδια και μήκος εκατό».

Σύμφωνα με γραπτές πηγές και λιγοστά αρχαιολογικά τεκμήρια, η ανοικοδόμηση του τζαμιού πραγματοποιήθηκε στα 1770. Στα τέλη του αιώνα, αποτελούσε τον πυρήνα της θρησκευτικής ζωής στην ακρόπολη Ιτς Καλέ και γύρω στα 1795, ανακαινίστηκε από τον Αλή πασά, προκειμένου να λειτουργήσει ως τέμενος του σεραγιού.

Μετά την απελευθέρωση της πόλης από τους Οθωμανούς, το 1913, το κτήριο χρησιμοποιήθηκε ως βοηθητικός χώρος του στρατιωτικού Νοσοκομείου, που λειτούργησε στην θέση των ερειπίων του σεραγιού.

Τα τελευταία χρόνια η 8η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, πραγματοποίησε μια σειρά εργασιών αναστήλωσης και στερέωσης στο κτήριο. Παράλληλα, έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες συντήρησης στις τοιχογραφίες και τη γύψινη διακόσμηση του μιχράμπ. Στον χώρο, φιλοξενείται σήμερα έκθεση, με θέμα την πόλη των Ιωαννίνων κατά την περίοδο της ύστερης Τουρκοκρατίας και τη ζωή και το έργο του διαβόητου Αλή πασά.



Ο τάφος του Αλή πασά

Βορειοδυτικά του τζαμιού, βρίσκεται το μνημείο που φιλοξενεί τους τάφους του Αλή πασά και μιας από τις συζύγους του.

Πρόκειται για μνημείο ορθογώνιας κάτοψης, που είναι χωρισμένο σε δύο τμήματα. Στο πρώτο βρίσκονται οι τάφοι. Αναμφίβολα, η αρχική κατασκευή του τάφου, όπου βρισκόταν το ακέφαλο σώμα του Αλή, ήταν ιδιαίτερα μεγαλόπρεπη και εντυπωσιακή. Το υπάρχον σιδερένιο κιγκλίδωμα αποτελεί απομίμησή του αυθεντικού σφυρήλατου κιγκλιδώματος, που σωζόταν έως περίπου το 1940.



Τα «Μαγειρεία»

Το κτήριο οικοδομήθηκε πιθανόν στο α΄μισό του 19ου αιώνα. Είναι ισόγειο, λιθόκτιστο, με ορθογώνια κάτοψη. Ο εσωτερικός χώρος διαιρείται με ογκώδεις πεσσούς και τοξοστοιχία σε δύο επιμήκεις χώρους που καλύπτονται εσωτερικά από έξι θόλους και εξωτερικά από τετράρριχτη στέγη στην οποία εξέχουν ισάριθμες καμινάδες. Μια μικρή δεξαμενή υπήρχε στη δυτική πλευρά, μπροστά από την οποία διαμορφωνόταν κρήνη.

Τα «Μαγειρεία» έχουν δεχθεί αρκετές επεμβάσεις. Οι εργασίες αναστήλωσης και αποκατάστασης τους έγιναν από την 8η Εφορία Βυζαντινών αρχαιοτήτων τη δεκαετία του ΄90. Σήμερα το κτήριο στεγάζει το αναψυκτήριο του αρχαιολογικού χώρου του Ιτς Καλέ.







Το κτήριο των πολλαπλών εκδηλώσεων

Βορειοδυτικά του «Θησαυροφυλακίου», βρίσκεται ένα μεγάλων διαστάσεων κτήριο που πιθανότατα αποτελούσε τμήμα του Σεραγιού, χωρίς να αποκλείεται η χρήση του για στρατιωτικούς σκοπούς.

Πρόκειται για επίμηκες, διώροφο οικοδόμημα, με ορθογώνια κάτοψη. Τοξωτές πεσσοστοιχίες διαιρούν το ισόγειο και τον όροφο, ένα μέρος των οποίων έχει καταστραφεί. Η τοιχοδομία του είναι ανάλογη με των υπόλοιπων οικοδομημάτων της νοτιοανατολικής ακρόπολης (αργολιθοδομή με μικρούς λίθους και οριζόντιες λίθινες ταινίες). Το κτήριο είχε αρχικά διπλάσιο πλάτος και εκτεινόταν βόρεια.

Η 8η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ολοκλήρωσε τις εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης του, ο όροφος του οποίου χρησιμοποιείται ως χώρος διεξαγωγής πολλαπλών εκδηλώσεων και πολιτιστικών δραστηριοτήτων.

Βόρεια του κτηρίου αυτού, σώζεται τριμερές λουτρικό συγκρότημα, μικρών διαστάσεων, πάνω στον περίδρομο του εσωτερικού τείχους.

Στο ανατολικό τμήμα της νοτιοανατολικής ακρόπολης, σε μικρή απόσταση από τα «Μαγειρία», αποκαλύφθηκαν ίχνη ενός μακρόστενου συγκροτήματος, αδιευκρίνιστης χρήσης, λείψανα του οποίου εκτείνονται στα νότια, μέχρι τον τάφο του Αλή πασά και το Φετιχιέ τζαμί. Κατά την ανασκαφή του βρέθηκαν τα λείψανα ενός δεύτερου κυκλικού πύργου, που πιθανότατα αποτελούσε τμήμα της μεσοβυζαντινής οχύρωσης του Βοημούνδου. Ακολουθεί προς νότο, ένα μικρότερο κτήριο που έχει ταυτιστεί με πυριτιδαποθήκη. Πρόκειται για επίμηκες, μονόχωρο κτίσμα, με δίρριχτη στέγη από σχιστόπλακες, το οποίο αποτελεί σήμερα το χώρο διεξαγωγής εκπαιδευτικών προγραμμάτων και άλλων συναφών δραστηριοτήτων.





Η Βορειοανατολική ακρόπολη

Η βορειοανατολική ακρόπολη ορίζεται από οχύρωση, μέρος της οποίας χρονολογείται στη βυζαντινή εποχή. Στη νότια πλευρά σώζεται η βυζαντινή πύλη που προστατεύεται από κυκλικό σε κάτοψη πύργο, ο οποίος σώζεται στο μεγαλύτερο ύψος του. Η ακρόπολη αυτή ονομαζόταν «επάνω γουλάς» και αποτελούσε την έδρα του βυζαντινού ηγεμόνα (δεσπότη) των Ιωαννίνων. Εδώ σύμφωνα με βυζαντινές πηγές, βρισκόταν τα ανάκτορα καθώς και ναός του Αγίου Ιωάννη.

Τα μνημεία που βρίσκονται σήμερα στη βορειοανατολική ακρόπολη, χρονολογούνται στην οθωμανική περίοδο και είναι το τζαμί του Ασλάν πασά, ο ομώνυμος τουρμπές (τάφος), ο μεντρεσές (ιεροδιδασκαλείο) και τα μαγειρεία.

Κοντά στην ακρόπολη βρίσκονται επίσης τρία σημαντικά μνημεία της οθωμανικής περιόδου. Πρόκειται για το βυζαντινό λουτρό, το χαμάμ (λουτρό), την τούρκικη βιβλιοθήκη και το Σουφαρί σεράι.



Το τζαμί του Ασλάν πασά

Το τέμενος κτίστηκε στις αρχές του 17ου αιώνα (πιθανότατα το 1618) από τον Ασλάν πασά, στη θέση όπου σύμφωνα με την παράδοση υπήρχε τη βυζαντινή εποχή ο ναός του αγίου Ιωάννη. Υπήρξε πυρήνας ενός μεγάλου θρησκευτικού - εκπαιδευτικού συγκροτήματος, από το οποίο σήμερα σώζεται ο μεντρεσές (ιεροδιδασκαλείο) και τα μαγειρεία (εστία).

Για το τζαμί δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία, εκτός από το ότι λάμβανε οικονομική ενίσχυση από τα έσοδα του Μπαϊρακλή τζαμιού (τζαμί της αγοράς).

Πρόκειται για ένα κτήριο τετράγωνης κάτοψης, που καλύπτεται με ψηλό ημισφαιρικό θόλο. Προστώο διαμορφώνεται στη δυτική πλευρά, καθώς και στοά περιμετρικά της βόρειας, δυτικής και της νότιας πλευράς. Το προστώο στηρίζεται σε κίονες οι οποίοι προέρχονται από κάποιο - άγνωστο σήμερα - παλαιοχριστιανικό ή βυζαντινό οικοδόμημα. Η στοά αρχικά ήταν ανοιχτή, σήμερα κλείνει με χαμηλή τοιχοποιία και μεγάλα παράθυρα στο πάνω μέρος της. Στην κρηπίδα της νότιας στοάς του τζαμιού ανοίγονται βαθιές καμαροσκέπαστες κόγχες με εναλλαγή λίθων και πλίνθων στην όψη των τόξων τους. Στο μπροστινό μέρος των κογχών υπάρχουν κτιστοί λουτήρες.

Για τον φωτισμό της κεντρικής αίθουσας προσευχής ανοίγονται σε κάθε τοίχο οκτώ παράθυρα σε δύο σειρές, τα οποία κοσμούνται με γραπτό διάκοσμο. Στον ανατολικό τοίχο της κεντρικής αίθουσας υπάρχει η κόγχη προσευχής (mihrab), η οποία κοσμείται με «σταλακτίτες», δηλαδή επάλληλες πολυεδρικές επιφάνειες με γραπτά ανεικονικά θέματα. Γύψινος γλυπτός ανεικονικός διάκοσμος πλαισιώνει το μέτωπο της κόγχης, τις πλευρές του minbar (κτιστός άμβωνας) και τις γωνιαίες κόγχες. Κυκλικό περίτεχνο κόσμημα καλύπτει το κέντρο του θόλου, ενώ τη βάση του διατρέχει γραπτή ζώνη με ρητά από το Κοράνι και ταινία διακοσμημένη με γύψινους «σταλακτίτες».

Σε ολόκληρη τη δυτική εσωτερική πλευρά της αίθουσας προσευχής αναπτύσσεται ξύλινο πατάρι, που στηρίζεται σε δύο περίτεχνους κίονες, συνδεόμενους μεταξύ τους με τόξα. κτιστή κλίμακα στη νοτιοδυτική γωνία οδηγεί στο μιναρέ.

Ένα μέρος του τζαμιού και του γειτονικού μεντρεσέ (ιεροδιδασκαλείο) αποτέλεσε παλιότερα την έδρα της Αρχαιολογικής υπηρεσίας. Το Τζαμί από το 1930, στεγάζει το δημοτικό μουσείο της πόλης των Ιωαννίνων και φιλοξενεί τρεις συλλογές? ελληνική, εβραϊκή, τούρκικη, αντιπροσωπευτικές των κατοίκων της πόλης κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της. Όλα τα αντικείμενα που εκτίθενται είναι δωρεές επιφανών οικογενειών, χρονολογούνται από το 18ο-20ο αιώνα και είναι κυρίως σκεύη με χρηστικό και διακοσμητικό χαρακτήρα. Επίσης υπάρχουν όπλα και ενδυμασίες της περιόδου της Τουρκοκρατίας.

Στα αντικείμενα της συλλογής του ελληνικού πληθυσμού της πόλης περιλαμβάνονται εκκλησιαστικά αργυρά σκεύη, άμφια και εκκλησιαστικά βιβλία από τη συλλογή του Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος.

Στην εβραϊκή συλλογή εκτίθενται παραπετάσματα από το κτήριο της παλιάς συναγωγής, φορεσιές και προικοσύμφωνα της άλλοτε ακμάζουσας εβραϊκής κοινότητας Ιωαννίνων.

Τα αντικείμενα από το τούρκικο στοιχείο εκτίθενται στον κεντρικό χώρο. Υπάρχουν ανατολίτικα υφάσματα του 16ου, του 17ου αιώνα, έπιπλα από ξύλο και φίλντισι της εποχής του Αλή πασά, μπρούντζινα αντικείμενα και μουσουλμανικά βιβλία.

Επίσης εκτίθενται πλούσιο φωτογραφικό υλικό και αντικείμενα από την περίοδο της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων, το 1912-1913.



Ο Τουρμπές

Ο τουρμπές (μαυσωλείο) βρίσκεται ανατολικά του τζαμιού του Ασλάν πασά. Σύμφωνα με την παράδοση, το ταφικό αυτό μνημείο ανήκει στον Ασλάν πασά, ιδρυτή του τζαμιού επιτρέπουν τη χρονολόγηση του στις αρχές του 17ου αιώνα. πρόκειται για οκταγωνικό κτήριο, που καλύπτεται με ημισφαιρικό θόλο, ο οποίος εξωτερικά φέρνει κωνοειδή στέγη από σχιστόπλακες. Κάθε πλευρά του διακοσμείται εξωτερικά με ένα αβαθές αψίδωμα που απολήγει σε ελαφρά τεθλασμένο τόξο. Το κτήριο, κατασκευασμένο με αργολιθοδομή, εξωτερικά ήταν επιχρισμένο. Στο εσωτερικό του διατηρείται γλυπτός και ζωγραφιστός διάκοσμος με αραβουργήματα.

Εκτός από τον τουρμπέ, στο χώρο γύρω από το τζαμί υπάρχουν και άλλοι τάφοι επιφανών μουσουλμάνων με επιτύμβιες στήλες, με ανάγλυφο διάκοσμο και επιγραφές.

Από μαρτυρίες είναι γνωστό ότι κοντά στον τουρμπέ του Ασλάν υπήρχαν και άλλοι τουρμπέδες σημαντικών τούρκων αξιωματούχων, οι οποίοι καταστράφηκαν κατά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.



Ο Μεντρεσές

Ο μεντρεσές βρίσκεται νοτιοδυτικά του τζαμιού του Ασλάν πασά και πιθανότατα κτίστηκε την ίδια περίπου εποχή με το τζαμί (α΄μισό 17ου αιώνα).

Η λειτουργία του συνδεόταν με το τζαμί και τα μαγειρεία, με τα οποία αποτελούσαν ένα οργανωμένο θρησκευτικό - εκπαιδευτικό κέντρο (Kyliye).

Οι μεντρεσέδες (ιεροδιδασκαλεία) ήταν ανώτερα σχολεία, όπου διέμεναν οι σπουδαστές και διδάσκονταν θεολογία και φιλοσοφία, σε αντίθεση με τα μεχτέπ, δηλαδή τα κατώτερα σχολεία, όπου οι μαθητές διδάσκονταν γραφή και ανάγνωση από το Κοράνι.

Ο μεντρεσές είναι ένα μεγάλων διαστάσεων επίμηκες κτήριο. Έχει κτιστεί με αργολιθοδομή και καλύπτεται με κεραμοσκεπή. Αποτελείται από 12 θολοσκέπαστα δωμάτια και μια μεγάλη ξυλόστεγη αίθουσα διδασκαλίας στο κέντρο του. την ανατολική όψη καλύπτει ανοιχτό προστώο, στηριζόμενο σε λίθινους κίονες και τόξα, στα οποία η χρήση πλίνθων δημιουργεί μια αισθητική ποικιλία. Κάθε δωμάτιο φέρει εστία και φωτίζεται μόνο από την είσοδο του.

Οι σημαντικότερες εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης του μεντρεσέ έγιναν κατά τα έτη 1986-87 από το δήμο Ιωαννιτών με την επίβλεψη της 8ης Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.

Ο μεντρεσές ανήκει διαχειριστικά στον δήμο Ιωαννιτών, με παραχώρηση χρήσης από το υπουργείο Πολιτισμού. Στην κεντρική αίθουσα διδασκαλίας στεγάζεται από το 2000 η ιδιωτική συλλογή όπλων, κεραμικών, νομισμάτων και παλαιών αντικειμένων του Φ. Ραπακούση.



Τα Μαγειρεία

Το κτήριο των μαγειρείων ανεγέρθηκε πιθανώς την ίδια εποχή (α΄μισό 17ου αιώνα) με το παρακείμενο τζαμί, και αποτέλεσε την εστία του ιεροδιδασκαλείου (μεντρεσέ) του οθωμανικού συγκροτήματος του Ασλάν πασά, που εμφανίζεται στις πηγές ως οργανωμένο εκπαιδευτικό - θρησκευτικό κέντρο.

Πρόκειται για ένα ορθογώνιο κτήριο με ανοιχτό προστώο. Εσωτερικά χωρίζεται με τόξα σε δύο επιμήκη δωμάτια, από τα οποία, το ένα αποτελεί τον κυρίως χώρο της εστίας και στεγάζεται με πλινθόκτιστο ημισφαιρικό θόλο, πάνω στον οποίο διαμορφώνεται πολυγωνική καπνοδόχος.

Οι υπόλοιποι χώροι, καθώς και το προστώο καλύπτονταν πιθανόν με ξυλοστέγη, που σήμερα δεν σώζεται.



Η Τουρκική Βιβλιοθήκη

Η τουρκική βιβλιοθήκη είναι κτισμένη κοντά στη βορειοανατολική ακρόπολη και πιθανότατα συνδέεται με την εστία και και το μεντρεσέ (ιεροδιδασκαλείο) του Ασλάν πασά. Ο χαρακτηρισμός του κτηρίου ώς βιβλιοθήκης οφείλεται στο μεγάλο αριθμό χειρογράφων και έντυπων βιβλίων, που κατά πληροφορίες υπήρχαν εκεί. Περιλαμβάνει στον όροφο μια μεγάλη αίθουσα (αναγνωστήριο), δύο μικρότερες εκατέρωθεν της εισόδου με στενό θολοσκέπαστο διάδρομο ανάμεσα τους και ένα ανοιχτό προστώο. Το τελευταίο διαμορφώνεται στην πρόσοψη του οικοδομήματος με κιονοστήρικτη τοξοστοιχία, όπου καταλήγει η λίθινη κλίμακα. Η όψη της κλίμακας διαρθρώνεται με δύο ανισοϋψή τόξα, από τα οποία το ευρισκόμενο κάτω από το πλατύσκαλο διαμορφώνεται σε καμαροσκεπή είσοδο προς τους ισόγειους βοηθητικούς χώρους του οικοδομήματος.



Το Σουφαρί Σεράι

Το μέγαρο των Σουφαρήδων (ιππέων) - Σουφαρί Σεράι κτίστηκε πιθανότατα μεταξύ των ετών 1815 και 1820. Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κτήρια στρατωνισμού της ύστερης οθωμανικής περιόδου. Το εντυπωσιακών διαστάσεων κτήριο βρίσκεται απέναντι από το τούρκικο λουτρό, έξω από τη βορειοανατολική ακρόπολη του κάστρου και στέγαζε τη «σχολή ιππικού» του Αλή πασά.

Είναι διώροφο, λιθόκτιστο, ορθογώνιας κάτοψης κτήριο. Το ισόγειο διαμορφώνεται σε τέσσερις επιμήκεις χώρους, που χωρίζονται μεταξύ τους με πεσσούς και τοξοστοιχίες. Τρία μεγάλα τοξωτά ανοίγματα στη βόρεια και στη νότια πλευρά διευκόλυναν την κυκλοφορία των ιππέων. Τα παράθυρα που ανοίγονται σε όλες τις πλευρές, φωτίζουν το εσωτερικό του. Στον όροφο οδηγεί εξωτερική λίθινη κλίμακα νεωτερικής κατασκευής. Ο όροφος ακολουθεί την ίδια τετραμερή διάταξη του ισογείου, με την διαφορά ότι ο χωρισμός των χώρων γίνεται μόνο με λίθινους πεσσούς (χωρίς τοξοστοιχίες), που στηρίζουν την ξυλοστέγη. Περίπου πενήντα παράθυρα φωτίζουν το εσωτερικό του ορόφου, διασπώντας τη μονοτονία της τοιχοδομής. Η αργολιθοδομή της τοιχοποιίας πιθανώς ήταν επιχρισμένη στον όροφο και ακάλυπτη στο ισόγειο.

Στο κτήριο έχουν γίνει εκτεταμένες εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης από το Υπουργείο Παιδείας. Σήμερα στεγάζει τα Γενικά Αρχεία του Κράτους (παράρτημα Ιωαννίνων).



Το Βυζαντινό λουτρό

Το βυζαντινό λουτρό βρίσκεται μεταξύ του Σουφαρί και του 9ου Δημοτικού Σχολείου. Σώζεται το βορειοδυτικό τμήμα του λουτρού, ενώ μεγάλο μέρος του βρίσκεται κάτω από τη θεμελίωση του σχολείου. Πρόκειται για βυζαντινό λουτρό του 13ου αιώνα και αποτελεί ένα από τα λιγοστά σωζόμενα ανάλογα κτήρια.

Το λουτρό αποτελείται από τη δεξαμενή, η οποία καταλαμβάνει το δυτικότερο τμήμα του. Σώζεται έως το ύψος του δαπέδου, το οποίο καλύπτεται από ισχυρό υδραυλικό κονίαμα, ενώ οι πλάκες που το κάλυπταν δεν σώζονται. Κάτω από το δάπεδο της δεξαμενής υπάρχουν τρεις αγωγοί, οι οποίοι συνδέουν το τοξωτό άνοιγμα στη δυτική πλευρά της με τον υπόκαυστο χώρο του.

Το κεντρικό υπόκαυστο δωμάτιο, δηλαδή τον θερμόν ή μέσον οίκον των βυζαντινών βαλανείων δεν σώζεται σήμερα, και ένα μεγάλο τμήμα του στα βορειοανατολικά καλυπτεται από το σχολείο. Το δάπεδο του, στηριζόταν σε πυκνές σειρές κτιστών πεσσίσκων, ορθογώνιας διατομής. Στους τοίχους του υπάρχουν κατακόρυφοι αγωγοί τετράγωνης διατομής που χρησίμευαν για την κυκλοφορία του θερμού αέρα. Στο χώρο όπου κτίστηκε το σχολείο βρισκόταν πιθανότατα το πρώτο δωμάτιο το αποδυτήριο, το χλιαρόν, των βυζαντινών βαλανείων. Τμήμα ενός άλλου χώρου αποκαλύφτηκε νότια του υπόκαυστου δωματίου, με το οποίο και επικοινωνούσε μέσω δύο μεγάλων ορθογώνιων ανοιγμάτων, που κλείστηκαν μεταγενέστερα. Και στο χώρο αυτό σώζονται κατακόρυφοι αγωγοί για την επικοινωνία του ζεστού αέρα. Οι τοιχοποιίες του λουτρού είναι κτισμένες με εξαιρετική επιμέλεια από λαξευμένες πέτρες και πλίνθους σε οριζόντιες στρώσεις. Τμήμα του κτηρίου είναι θεμελιωμένο πάνω σε λείψανα ισχυρών τοίχων της ελληνιστικής εποχής.



Το Χαμάμ (λουτρό)

Το χαμάμ βρίσκεται έξω από τη βορειοανατολική ακρόπολη του κάστρου, νότια της βιβλιοθήκης. Είναι ένα από τα πρωιμότερα σωζόμενα οθωμανικά μνημεία στα Ιωάννινα και χρονολογείται στις αρχές του του 17ου αιώνα. Φαίνεται ότι αντικατέστησε το εντοπισμένο βορειότερα βυζαντινό λουτρό. Το κτήριο, που έχει δεχθεί πολλές μεταγενέστερες επεμβάσεις, αποτελείται από μια μεγάλη τετράγωνη αίθουσα, έναν ενδιάμεσο στενόμακρο καμαροσκέπαστο χώρο, την κυρίως αίθουσα του λουτρού, την καμαροσκέπαστη δεξαμενή και τους φούρνους για το ζέσταμα του νερού.

Η πρώτη αίθουσα ήταν το αποδυτήριο και καλυπτόταν από μεγάλο τρούλο. Χαμηλά λίθινα πεζούλια περιτρέχουν εσωτερικά τους τοίχους της, ενώ στο κέντρο διαμορφωνόταν αναβρυτήριο.

Στενή τοξωτή δίοδος στον ανατολικό τοίχο οδηγούσε στον καμαροσκέπαστο ενδιάμεσο χώρο, στη νότια πλευρά του οποίου διαμορφώνονταν τα αποχωρητήρια.

Ο κυρίως χώρος του λουτρού είναι μια σταυρόσχημη αίθουσα, με μικρά τετράγωνα θολοσκέπαστα διαμερίσματα που διαμορφώνονται στις γωνίες του τετραγώνου. Η κύρια αίθουσα του λουτρού έφερε λίθινο δάπεδο, που στηριζόταν στους κιονίσκους των υποκαύστων, οι περισσότεροι από τους οποίους σώζονται. Πήλινοι σωλήνες περιτρέχουν τους τοίχους της και χρησίμευαν για τη διοχέτευση ζεστού νερού και τη θέρμανση του χώρου.

Ανατολικά και στο τμήμα του κτηρίου που καταλαμβάνεται σήμερα από νεώτερο κτίσμα, βρίσκεται η καμαροσκέπαστη δεξαμενή και οι φούρνοι για το ζέσταμα του λουτρού.

Η κατασκευή του λουτρού είναι ιδιαίτερα επιμελημένη. οι τοίχοι του ήταν επιχρισμένοι με ισχυρό κονίαμα. «Σταλακτίτες», το χαρακτηριστικό ισλαμικό κόσμημα με τις επάλληλες πολυεδρικές επιφάνειες, κοσμούν τους τοίχους του κτηρίου.

Το κτήριο διασώζεται σε ημιερειπωμένη κατάσταση, παρά τις πρόχειρες κατά καιρούς επεμβάσεις (στερεώσεις περιμετρικής τοιχοποιίας, επισκευές στους τρούλους, στερεώσεις υποκαύστων και διακοσμητικών στοιχείων.)



Η Εβραϊκή Συναγωγή

Η εβραϊκή κοινότητα τω Ιωαννίνων μαρτυρείται από τη βυζαντινή περίοδο. Στο χρυσόβουλο του έτους 1319 του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄οριζόταν «ελευθερία και ανενοχλησία» και για τους Ιουδαίους της πόλης. Μετά το διωγμό από τους βασιλείς Φερδινάνδο και την Ισαβέλλα της Ισπανίας το 1492 πολλοί Ισπανοεβραίοι κατέφυγαν στα Ιωάννινα. Μέχρι το ναζιστικό διωγμό η εβραϊκή κοινότητα αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα της τοπικής οικονομίας και ιστορίας. Έως τη δεκαετία του ?60 λειτουργούσε εβραϊκό σχολείο, ενώ σήμερα σώζεται στην πόλη το νεκροταφείο, οικοδομήματα από την εβραϊκή συνοικία και η εντός του κάστρου συναγωγή.

Η «Αρχαία Ιερά Συναγωγή των Ιωαννίνων» είναι ένα από τα μεγαλύτερα και παλαιότερα αντίστοιχα κτήρια, που σώζονται στην Ελλάδα (Κέρκυρα, Χαλκίδα, Ρόδος). Το μνημείο αποτελείται από μια ορθογώνια υπόστυλη θολοσκεπή αίθουσα με πολλά παράθυρα. Στο κέντρο της ανατολικής πλευράς προεξέχει η Ιερή Πυλη «Εχάλ Ακόδες» με επένδυση από μάρμαρο και κοσμημένη από τέσσερις κιονίσκους με ανάγλυφα ανθέμια, όπου φυλάσσονται οι περγαμηνές του Μωσαϊκού Νόμου «Σιφρέ Τορά». Στο κέντρο της δυτικής πλευράς της αίθουσας βρίσκεται το Βήμα «Τεβά», όπου κινούνται οι «Χαζανίμ», δηλαδή οι ιερουργούντες, και όσοι πιστοί παρακολουθούν την ανάγνωση του Τορά. Στη βόρεια πλευρά υπάρχει γυναικωνίτης. Ο προαύλειος χώρος περιβάλλεται από από ψηλό τοίχο και περιλαμβάνει πηγάδι και κρήνη. Στην καμαροσκεπή πύλη υπάρχει εντοιχισμένη επιγραφή με το έτος 5657(1897), ενώ δύο ακόμη επιγραφές, με τη χρονολογία 5586(1826), σώζονται στην πρόσοψη του κτηρίου. Πέρα από τις εντοιχισμένες επιγραφές, που αφορούν ανακαινίσεις του οικοδομήματος, ο χρόνος ανοικοδόμησης της συναγωγής είναι άγνωστος. Πιθανότατα κτίστηκε στη θέση παλαιότερης. Μία δεύτερη νεώτερη συναγωγή στην πόλη των Ιωαννίνων υπήρχε εκτός του κάστρου (επί των οδών Αρσάκη και Γιοσέφ Ελιγιά).