ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΦΩΤΟΘΗΚΗ
 
 
Σε ένα τοπίο εξαίρετου φυσικού κάλλους, αμέσως μετά τις θεσσαλικές στενωπούς των Τεμπών και την πρόσβαση στη Μακεδονία, το επιβλητικό όρος του Ολύμπου, εισχωρεί με ένα βραχώδες έξαρμα βαθιά μέσα στα γαλανά νερά του Αιγαίου, επαληθεύοντας πλήρως το αρχαίο όνομα του τόπου, Πλαταμών (βραχώδης άκρα επί της θαλάσσης). Η θέση, από την απώτατη αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, δεσπόζει στον νευραλγικό άξονα Θεσσαλίας-Μακεδονίας και στους πανάρχαιους δρόμους από τον νότο στον βορρά και καθημερινά από τις υπώρειές της διέρχεται πλήθος ανθρώπων. Στην περιοχή αυτή, σε συμφωνία των αρχαίων πηγών και των αρχαιολογικών ευρημάτων, τοποθετείται η αρχαία πόλις Ηράκλειον. Μετά την ύστερη αρχαιότητα και το πέρασμα στους βυζαντινούς χρόνους η πόλη, σε αντίθεση με τόσες άλλες, συνεχίζει να υφίσταται, αποδεικνύοντας με τούτο τη σπουδαιότητά της, κυρίως λόγω της στρατηγικής της θέσεως. Στους βυζαντινούς χρόνους η σημασία της περιοχής αυξάνει και το 1198 ο αυτοκράτωρ Αλέξιος Γ΄ με χρυσόβουλο παραχωρεί προνόμια στους Βενετούς της περιοχής, αποκαλύπτοντας την έντονη εμπορική δραστηριότητα. Αργότερα ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός παραχωρεί το Κάστρο του Πλαταμώνος ως φέουδο στον ευγενή Rolando Pisscia ή Pice. Σε αυτόν απευθύνεται με επιστολές του ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄, όπου μνημονεύεται ο Πλαταμών, καθώς επίσης και στο χρονικό του Ερρίκου της Βαλανσιέν. Η θέση ανακαταλαμβάνεται από τον Θεόδωρο Κομνηνό Δούκα περί το 1244 και κατόπιν επέρχεται η οριστική άλωση από τους Οθωμανούς, οι οποίοι διατηρούν στο ακέραιο το σημαντικότατο κάστρο.

Τη σπουδαιότητα της θέσεως ενίσχυε η ισχυρή οχύρωση του βραχώδους εξάρματος, η οποία πρέπει να ενισχύθηκε ιδιαιτέρως από τον ευγενή Rolando Pisscia και κατά τα πρότυπα της Ευρώπης, παρουσιάζοντας σήμερα εντυπωσιακή πληρότητα διατήρησης για το σύνολο του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου. Ειδικότερα, το Κάστρο του Πλαταμώνα συνίσταται από ένα πολυγωνικού σχήματος τείχος με επάλξεις και περίδρομο, ενώ το σύνολο ενισχύεται από οκτώ τετράπλευρους πύργους. Στη νοτιοδυτική πλευρά, όπου το βραχώδες έδαφος εξαίρεται, εντοπίζεται η ακρόπολη με ξεχωριστό τείχος και με τον οκτάπλευρο πύργο της να δεσπόζει στον χώρο και σε όλη την περιοχή, όντας ορατός από εκατοντάδες μέτρα με έντονη σημειολογία πέρα από την πρακτικότητα. Ο πύργος έχει ύψος περίπου 18μ. Εσωτερικά διαρθρωνόταν σε τέσσερα επίπεδα: το υπόγειο, που χρησίμευε και ως κινστέρνα σε περίοδο πολιορκίας, το ισόγειο, τον πρώτο και τον δεύτερο όροφο. Δύο κάθετοι και διασταυρούμενοι τοίχοι που εκκινούν από το υπόγειο και φτάνουν περίπου μέχρι τον δεύτερο όροφο, διαιρούν το σύνολο σε τέσσερις χώρους, ενώ παραμένει ασαφής ο αρχικός τρόπος στέγασης.

Ειδικότερα για την εξεταζόμενη περίοδο των οθωμανικών χρόνων και σύμφωνα με τις μαρτυρίες των πηγών, το Κάστρο του Πλαταμώνα, πέρασε στον έλεγχο των νέων κυρίαρχων το 1386. Ωστόσο, επανακυριεύτηκε από τους Βενετούς το 1425, την περίοδο που κατείχαν και τη Θεσσαλονίκη. Οι Οθωμανοί αμύνθηκαν και η σκληρή πολιορκία είχε ως αποτέλεσμα μεγάλες καταστροφές στην οχύρωση και ειδικά στην ακρόπολη. Μετά την επανακατάληψη του κάστρου οι Βενετοί προβαίνουν σε μεγάλες επεμβάσεις με βελτιωτική τάση και αυτό είναι εμφανές ιδιαίτερα στο ακροπύργιο. Οι παραπάνω ενέργειες είναι αναμενόμενες λόγω και της σπουδαιότητας των θεματοφυλάκων Κασσανδρείας και Πλαταμώνος για την περιοχή της Θεσσαλονίκης. Το Κάστρο του «Platamena», όπως το αναφέρουν οι Βενετοί, εξακολουθεί να παραμένει στα χέρια τους επί δύο τουλάχιστον χρόνια και παραδίδεται οριστικά στους Τούρκους, μέσω πιθανότατα οικονομικών διαπραγματεύσεων, το 1427, μετά από σύντομη πολιορκία, ανοίγοντας το δρόμο και για την ακόλουθη άλωση της Θεσσαλονίκης το 1430.

Η καίρια θέση του, που πέραν των άλλων προστάτευε την περιοχή από τις πειρατικές επιδρομές, οδηγεί τους κατακτητές του στη συντήρηση και ενίσχυσή του. Άλλωστε, κατά το πρώτο τέταρτο του 15ου αιώνα, εποχή που η οθωμανική εξουσία στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία δεν είχε ακόμη εμπεδωθεί πλήρως, η απειλή κατά του κάστρου από τη θάλασσα ήταν έκδηλη.

Στη σημερινή μορφή το εξωτερικό τείχος διατηρεί στη ΒΑ του πλευρά ένα από τα αρχαιότερα μέρη του, ωστόσο οι επάλξεις ανήκουν στην οθωμανική φάση, αφού τότε συμπληρώνονται. Παρόλα ταύτα, φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκαν τεχνίτες εξοικειωμένοι με τις παλιές βυζαντινές πρακτικές δόμησης, γεγονός σχεδόν αναμενόμενο.

Το τμήμα που δέχθηκε τις επεμβάσεις διακρίνεται για την τοποθέτηση λίθων σε στρώση πλαισιωμένη, όμως, από τμήματα κεράμων. Η παραπάνω μορφή δόμησης θα μπορούσε να βρει αρκετά συγκρίσιμα στοιχεία με παλαιές αρχιτεκτονικές φόρμες, όχι απαραίτητα οχυρωματικές, ακόμη και στην ίδια την Κωνσταντινούπολη.

Ακολούθως, η πύλη του κάστρου, στοιχείο καταλυτικό για την ίδια τη δομή του, επιδέχθηκε επεμβάσεις στην οθωμανική περίοδο. Στη σημερινή της μορφή η πύλη αποτελεί ακόμη την μόνη κύρια πρόσβαση στο μέσον της νότιας πλευράς, στην οποία οδηγείται κάποιος μέσω λιθόστρωτης οδού. Αποτελείται από ένα σύστημα διπλών προσβάσεων στη σκιά ενός ισχυρού πύργου (Πύργος Γ)

Η εσωτερική έχει διανοιγεί σε τείχος της μεσοβυζαντινής φάσης και φέρει υπέρθυρο με οξυκόρυφο τόξο, πιθανόν φραγκικής προέλευσης. Αντίθετα, η εξωτερική ανοίχθηκε στον νότιο τοίχο του πύργου, του οποίου οι τοιχοποιία είναι αντιπροσωπευτική της τελευταίας βυζαντινής οικοδομικής φάσης. Ο τετράγωνος μεταξύ των θυρών χώρος αποτελούσε ταυτόχρονα το ισόγειο του πύργου. Το τελευταίο κτίσμα δέχθηκε πλείστες επεμβάσεις από τους Οθωμανούς, ενώ στην βασική του δομή διακρίνεται για όροφο αλλά και ξύλινη φραγή της εσωτερικής πύλης που κατέβαινε με αλυσίδες και καταχύστρα.

Από τον πρώτο περίβολο εισέρχεται κάποιος στον δεύτερο περνώντας τη μοναδική πρόσβαση του δευτέρου τείχους που εντοπίζεται κοντά στον κεντρικό πύργο και κάτω από την προστασία του. Αρχικά η ακρόπολη είχε είσοδο στο μέσον της ανατολικής πλευράς του διατειχίσματος. Το άνοιγμά της ήταν 2.40μ. και το μαρμάρινο κατώφλι της σώζεται «κατά χώραν». Είχε εσωτερικά πρόπυλο στηριγμένο στις τέσσερις γωνίες του από ισάριθμους αρράβδωτους κίονες, αρχαιότερο υλικό σε επανάχρηση. Αργότερα στη βορειοανατολική γωνία της ακρόπολης κτίστηκε το ακροπύργιο και ο περίβολός του. Κατόπιν μια νέα πύλη, αυτή που σώζεται και σήμερα, διανοίχθηκε στο βόρειο διατείχισμα, ενώ η αρχική τής ακρόπολης αχρηστεύθηκε και η πλευρά αυτή του τείχους συνδέθηκε με μικρή προσθήκη προς το τείχος του ακροπυργίου. Το άνοιγμα της νεότερης πύλης είναι αισθητά μικρότερο, μόλις 1,50μ. και στην εσωτερική της πλευρά επιστέφεται από βυζαντινό ημικυκλικό τόξο, το οποίο ορίζεται από ευθύγραμμο υπέρθυρο. Ωστόσο, στο ίδιο βασικό σημείο του Κάστρου εντοπίζονται ακόμη εντονότερα οι οθωμανικές παρεμβάσεις, αφού στην εξωτερική πλευρά της φέρει ισλαμίζον οξυκόρυφο τόξο, προερχόμενο από τις πλέον νεότερες επισκευές

Ο οκταγωνικός πύργος (donjon) έχει προταθεί πως έχει κτισθεί πιθανότατα στα τέλη του 15ου αιώνα, σε θέση σύγχρονου της ακροπόλεως, με ύψος που ξεπερνά τα 20μ., με οκτώ πλευρές μήκους 4.30μ. και είσοδο στη νοτιοδυτική πλευρά. Παρόμοιοι ελεύθεροι, μη προσκολλημένοι σε άλλο κτίσμα πύργοι, συναντώνται κυρίως στην Σερβία και στη Ρουμανία. Στην Ελλάδα το πλέον συγγενές παράλληλο εντοπίζεται στη Μεθώνη της Μεσσηνίας όπου και διατηρείται σήμερα ένας οκταγωνικός πύργος. Το αξιοσημείωτο στοιχείο, αναφορικό με το τελευταίο μνημείο, είναι ότι επίσης η πρώτη του οικοδομική φάση τοποθετείται στα τέλη του 15ου αιώνα, ενδεχομένως από τους Βενετούς. Ο περίοπτος πύργος του Πλαταμώνα διαθέτει επιπλέον ορισμένα κοινά γνωρίσματα και με τον λεγόμενο Λευκό Πύργο της Θεσσαλονίκης, τα οποία εντοπίζονται στη μορφή της τοιχοποιίας, στοιχείο που ενδεχομένως αντανακλά και εδώ βενετικές επιδράσεις. Η συνεξέταση όλων των παραπάνω έχει οδηγήσει μέρος των ερευνητών να προτείνουν για τον πύργο του Κάστρου του Πλαταμώνα μια οψιμότερη χρονολόγηση ερειδόμενη σε πρόσθετες μορφολογικές συσχετίσεις με τον πύργο του Τοπ-Καπί στην Κωνσταντινούπολη.

Επίσης δε και στο εσωτερικό του πύργου διαπιστώνονται διαμορφώσεις μικρότερες ή μεγαλύτερες, όπως η διαίρεση του ισογείου χώρου, τζάκια, ερμάρια επί του πάχους των τοιχοποιιών κ.ά. συνάδουσες με τα τρέχοντα της μεταβυζαντινής περιόδου.

Τα παραπάνω αντικατοπτρίζουν το διαρκές ενδιαφέρον παρέμβασης των Οθωμανών για το Κάστρο αφού ως σημείο παρέμεινε ιδιαιτέρας σπουδαιότητας για την περιοχή. Κατά αυτόν τον τρόπο, και σύμφωνα με τα παραπάνω, τα τείχη του ενισχύθηκαν και αυξήθηκαν καθ΄ ύψος κυρίως στη νότια πλευρά. Προϊόντος του χρόνου, εξάλλου, η απειλή των πειρατών δεν ήταν η μόνη, αφού αρχίζουν να εμφανίζονται και οι ένοπλες ομάδες του ελληνόφωνου πληθυσμού («κλέφτες»). Συνακόλουθα, πίσω από τα τείχη του οικοδομήθηκαν οικίες, εργαστήρια ναοί, και ταφές, όλα τους στοιχεία μιας μεσαιωνικής καστροπολιτείας. Την παραπάνω εικόνα περιγράφουν ακριβώς οι πηγές των χρόνων.

Η χρόνια ανασκαφική έρευνα στο εσωτερικό του Κάστρου έφερε στο φως ερείπια τριών ναών (συμβατικά Α΄, Β΄ και Γ΄) οικοδομημένων μεν κατά τη βυζαντινή περίοδο, ανακαινισμένων δε στα τέλη του 17ου αιώνα, επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη μικρής χριστιανικής κοινότητας, της γνωστής έδρας Επισκοπής Πλαταμώνος και Λυκοστομίου.

Ωστόσο, η μεταφορά στις αρχές του 18ου αιώνα της έδρας της Επισκοπής στα εύρωστα πλέον Αμπελάκια οδήγησαν στην παρακμή και την αποχώρηση του ορθόδοξου στοιχείου. Ταυτόχρονα με τα παραπάνω, η ιδιαίτερα σημαντική στρατιωτική θέση του Κάστρου επέβαλε την καθ΄ ολοκλήρου χρήση από τους Τούρκους της ακρόπολης, αλλά και του Ακροπυργίου.

Η σημασία της θέσης ενδεχομένως διαφαίνεται και από το παραδιδόμενο περιστατικό στο Χρονικό του Κωνσταντίνου Διοικητή το 1715, σύμφωνα με το οποίο στον Πλαταμώνα, κατά διαταγή του Σουλτάνου, εκτελέστηκε ο πασάς του Ικονίου. Επίσης, σε υψηλό χώρο υπήρχε το baruthane, ήτοι η πυριτιδαποθήκη. Ακολούθως και επιρρωνύοντας τα παραπάνω ο Clarke το 1801 αναφέρει ότι δεν του επετράπη να διανυκτερεύσει εντός των τειχών του κάστρου αλλά σε πανδοχείο σε μικρό χωριό κάτω από αυτό που έφερε στην τοιχοποιία του αρχιτεκτονικά μέλη, ίσως από το αρχαίο Ηράκλειον.

Τον 19ο αιώνα εκτεταμένη επιδημία λιμού, γνωστή και σε άλλες περιοχές της Οθωμανικής επικράτειας, επιφέρει καίριο πλήγμα στην οίκησή του, ενώ ο Pouqueville αναφέρει την ύπαρξη 150 ξύλινων τουρκικών οικοδομημάτων. Κατόπιν, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνος, κατοικείται μόνον από 25 πυροβολητές με 5 κανόνια και διαθέτει 16 σπίτια. Αξιοσημείωτο είναι ότι ορισμένα εξ αυτών των κανονιών ανευρέθησαν/αποκαλύφθησαν κατά τη διάρκεια των εργασιών συντήρησης, επανατοποθετήθηκαν σε ξύλινες βάσεις και πλέον εκτίθενται, όπως επίσης και τα μεταλλικά βλήματα τους (τόπια).

Το 1881, μετά την προσάρτηση και της Θεσσαλίας στο τότε βασίλειο της Ελλάδος το κάστρο κατέστη φύλακας της νέας οριογραμμής, ενώ κατά την διάρκεια του ακόλουθου ελληνοτουρκικού πολέμου, δέχτηκε σφοδρό βομβαρδισμό από πλοία του ελληνικού στόλου (1897), γεγονός που ανάγκασε τη φρουρά του να το εγκαταλείψει.

Τα τελευταία γεγονότα προδιαγράφουν τη σταδιακή αποξένωσή του από την αρχική λειτουργία του μετά από αιώνες και το εισαγάγουν στη σύγχρονή εποχή του μνημείου εξαιρετικής σπουδαιότητας και συνάμα ομορφιάς.
Συντάκτης
Ευπραξία Δουλγκέρη και Συνεργάτες