Στην είσοδο του τεμένους, κατά την περιγραφή του Παυσανία υπήρχαν δύο κίονες. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως τις βάσεις τους, σ' απόσταση 7 μ. η μία από την άλλη, οι οποίες αποτελούνται από δύο τετράγωνες ασβεστολιθικές λιθοπλίνθους, μία μεγαλύτερη κάτω, πλευράς 1,45 μ. και ύψους 0,35 μ., και μία μικρότερη επάνω σ' αυτήν, που αποτελούσε τη βάση του κίονα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο η κάτω λιθόπλινθος, όσο και η επάνω, φέρουν βαθύνσεις για την καλύτερη προσαρμογή και στήριξη της επάνω λιθοπλίνθου και του κίονα αντίστοιχα. Από τον ένα κίονα σώθηκε μόνον ένας σπόνδυλος, από τον οποίο φαίνεται ότι και οι δύο κίονες ήταν δωρικοί με 20 ραβδώσεις έκαστος.
Οι δύο κίονες δημιουργούσαν μία μνημειακή είσοδο στο τέμενος, επομένως ανάμεσά τους θα διερχόταν ο αρχαίος δρόμος, που από τον ιππόδρομο θα οδηγούσε στο τέμενος Ο Παυσανίας λέει ότι όταν περιόδευσε την περιοχή δεν βρήκε τους δύο επίχρυσους αετούς, που, ως σύμβολα του Δία, είχαν τοποθετηθεί στην κορυφή των δύο κιόνων. Σημερινοί μελετητές πιστεύουν ότι ενδεχομένως οι δύο αετοί να είχαν μεταφερθεί στη Μεγαλόπολη, όταν, με την ευκαιρία της ίδρυσής της, η νέα πόλη κοσμήθηκε με αρκετά καλλιτεχνικά έργα από το Λύκαιο, αλλά και επειδή στη Μεγαλόπολη ιδρύθηκε επίσης ιερό του Λύκαιου Δία, στο οποίο πιθανόν να μεταφέρθηκαν οι αετοί, αφού ο Παυσανίας, όταν περιγράφει το ιερό της Μεγαλόπολης, κάνει λόγο και για δύο αετούς. Μάλιστα ο Παυσανίας κοντά στο ιερό της Μεγαλόπολης αναφέρει και το μαρμάρινο άγαλμα του Πανός, του οποίου ιερό και άλσος υπήρχε, όπως είδαμε, κοντά στον ιππόδρομο στο Λύκαιο όρος.
Κοντά στις δύο βάσεις του τεμένους βρέθηκαν και μερικά βάθρα από διάφορα αναθήματα που είχαν προσφέρει οι πιστοί, όπως και διάφορα μικρά κινητά αφιερώματα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει μικρό χάλκινο ειδώλιο Ερμή-βοσκού, ύψους 12,5 εκ. Ο Ερμής φορεί κοντό χιτώνα και από πάνω ιμάτιο, που κουμπώνει στο λαιμό του. Στο κεφάλι φέρει ψηλό κωνικό καπέλλο, ίσως την κυνή των αρχαίων, πιθανώς δερμάτινο. Στα πόδια έχει τα συνήθη φτερωτά σανδάλια. Χρονολογείται λίγο μετά το 480 π.Χ. Βρέθηκε ακόμη μία χάλκινη κνημίδα, που έσωζε στο κάτω μέρος της τμήμα της αρχαϊκής αναθηματικής επιγραφής: Ε?τ]ελ?δας ?ν?[θεκε τ? Λυκα?? Δι? κα? τ]? ?θ?ν?, δηλαδή ο Ευτελίδας αφιέρωσε (την κνημίδα ή τις κνημίδες) στο Λύκαιο Δία και την Αθηνά. Από αυτή την αφιέρωση συμπεραίνομε ότι συλλατρευόταν στο Λύκαιο και η κόρη του Δία, η Θεά Αθηνά.
|