ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
 
 
Το κωπαϊδικό πεδίο περιλαμβάνει ένα πυκνό υδρογραφικό δίκτυο με σημαντικότερους τους ποταμούς Βοιωτικό Κηφισό και Μέλανα. Η αποστράγγιση του κωπαϊδικού πεδίου βασιζόταν στις καταβόθρες, ιδιαίτερα αυτές που ανοίγονταν στο βορειοανατολικό μυχό της λεκάνης, τις οποίες τροφοδοτούσε η πλεονάζουσα ποσότητα νερού. Έχει υπολογιστεί ότι όταν η επιφάνεια της λίμνης ξεπερνούσε την στάθμη των 97 μ., η πλεονάζουσα ποσότητα νερού διοχετευόταν σε καταβόθρες. Τα μυκηναϊκά υδραυλικά έργα φαίνεται ότι εκμεταλλεύτηκαν αυτόν ακριβώς το φυσικό μηχανισμό.

Το σκεπτικό ήταν απλό: με τη διόδευση της αθροιστικής ροής του Βοιωτικού Κηφισού και του Μέλανα προς τις καταβόθρες που ανοίγονταν στις βορειοανατολικές όχθες της, η ποτάμια τροφοδοσία της λίμνης θα μειωνόταν και σταδιακά το βόρειο τμήμα της μπορούσε να αποδοθεί στην καλλιέργεια. Έτσι σε θέση εγγύς και βορειοανατολικά του Ορχομενού, η κοίτη ενός εκ των δύο κλάδων του κάτω ρου του Βοιωτικού Κηφισού συνέβαλε σε αυτή του Μέλανα, ενώ ο δεύτερος κλάδος του συνέχιζε να εκβάλει στο δυτικό περιθώριο του κωπαϊδικού πεδίου. Αυτή η διευθέτηση, που προτάθηκε και από τον Clement Sauvage το 1849 ως λύση για την αποστράγγιση της λίμνης, το πιθανότερο είναι να επιτεύχθηκε πρώτα από τους μυκηναίους, αποτελώντας την αφετηρία του υδραυλικού έργου.

Tο 2010, κρίθηκε σκόπιμη η συγκρότηση μιας διεπιστημονικής ομάδας, όπου η εντατική επιφανειακή έρευνα σε συνδυασμό με την ανασκαφική τεκμηρίωση, τις αναπτυσσόμενες νέες τεχνολογίες (γεωφυσική διασκόπηση, αρχαιογεωληψίες, laser scanning) και την αξιοποίηση των σημερινών δυνατοτήτων πρόσβασης σε ποικίλα γεωχωρικά δεδομένα, θα καθιστούσαν εφικτή την ερμηνεία των μυκηναϊκών αποστραγγιστικών έργων της βόρειας Κωπαΐδας, μέσω ενός ολοκληρωμένου κατασκευαστικού-λειτουργικού μοντέλου. Το νέο ερευνητικό πρόγραμμα, υπό τη διεύθυνση της Έλενας Κουντούρη, Προϊσταμένης της Διεύθυμσης Εθνικού Αρχείου Μνημείων και με χρηματοδότηση του Ινστιτούτου Αιγαιακής Προϊστορίας, υπήρξε αποτέλεσμα συνεργασίας της Θ΄Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, του Τομέα Υδατικών Πόρων και Περιβάλλοντος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και του Ινστιτούτο Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου του Mainz.

Σύμφωνα με τα έως τώρα δεδομένα, προκύπτει ότι η διόδευση της αθροιστικής ροής του Βοιωτικού Κηφισού και του Μέλανα προς τις καταβόθρες επιτεύχθηκε με τη βοήθεια στιβαρού διαμήκους αναχώματος, χαραγμένου από Δυσμάς προς Ανατολάς, από την περιοχή δηλαδή του Ορχομενού έως τις καταβόθρες του βορειοανατολικού μυχού της λεκάνης. Το ανάχωμα διατρέχοντας τις βόρειες παρυφές της λίμνης, συχνά σε στενή εγγύτητα με τα ασβεστολιθικά πρανή της λεκάνης, οριοθετούσε την κοινή κοίτη των ποταμών Βοιωτικού Κηφισού και Μέλανα, πριν αυτοί διοχετευτούν προς τις καταβόθρες. Ουσιαστικά λειτουργούσε ως φράγμα ανάσχεσης και συγκράτησης των νερών, στο υψηλότερο χείλος της λεκάνης, αφήνοντας στην άλλη πλευρά του εδάφη στεγνά για γεωργική εκμετάλλευση, άποψη που επιβεβαιώνεται από τα αποτελέσματα της πυρηνοληψίας. Η αφετηρία του αναχώματος σε θέση κατά πάσα πιθανότητα ανατολικά και πλησίον του Ορχομενού δεν κατέστη δυνατόν να προσδιοριστεί προς το παρόν. Στο τμήμα που ερευνήθηκε, το ανάχωμα συμπίπτει σήμερα εν μέρει με αγροτική οδό, που οδηγεί προς την κατεύθυνση του χωριού «Πύργος», εν μέρει με την επαρχιακή οδό Κάστρου-Ορχομενού και βαίνει παράλληλα με αγροτική οδό πίσω από το λόφο Τουρλογιάννη μέχρι το σημερινό χωριό «Κάστρο». Τόσο ο εντοπισμός καταλοίπων του κατά τις εργασίες διαπλάτυνσης της επαρχιακής οδού Κάστρου-Ορχομενού όσο και οι στρωματογραφικές τομές που διενεργήθηκαν στη θέση «Άντερας», όπου το ανάχωμα διακρίνεται από τους γύρω καλλιεργούμενους αγρούς, ακολουθώντας οφιοειδή πορεία σε μήκος 500 περίπου μέτρων, επιβεβαιώνουν πλήρως την παραπάνω πορεία

Οι εξωτερικές πλευρές του ήταν επενδεδυμένες με ισχυρά αναλημματικά τοιχώματα, κτισμένα σύμφωνα με το κυκλώπειο σύστημα δόμησης. Επιμελημένης κατασκευής, σώζονται σε ύψος 2,30 μ. και έχουν πάχος 1,78 μ. στην ανωδομή και 2,78 μ. στη βάση, ενώ από την ποσότητα των λίθων που εντοπίστηκαν στα στρώματα καταστροφής των δοκιμαστικών τομών, μπορούμε να εικάσουμε ότι το αρχικό ύψος τους ξεπερνούσε τα 3 μέτρα. Ως πυρήνας του αναχώματος χρησιμοποιήθηκε παντού η υποκίτρινη άργιλος των αποθέσεων της λίμνης, που χαρακτηρίζεται από πλαστικότητα και στεγανότητα, συγκροτώντας συμπαγές στρώμα, συνολικού πάχους 2 μ., καθαρού από παρουσία κεραμικής, μέχρι και την κοίτη θεμελίωσης του αναλήμματος. Το ανάχωμα δεν είχε παντού τις ίδιες διαστάσεις, τις οποίες συχνά επέβαλαν η γεωμορφολογία της περιοχής και η εγγύτητά του με τα ασβεστολιθικά πρανή και τις καταβόθρες. Το συνολικό πλάτος του στη θέση Άντερας συμπεριλαμβανομένων και των δύο κυκλώπειων τοίχων που όριζαν την βόρεια και τη νότια μακρά πλευρά του, ανέρχεται στα 30 μ. Αντίθετα, σε θέσεις που ο δεύτερος αναλημματικός τοίχος, με μέτωπο προς την αποξηραμένη πεδιάδα δεν υφίσταται, το πλάτος είναι αρκετά μικρότερο. Το ενδεχόμενο τα μυκηναϊκά έργα να συμπεριελάμβαναν χαμηλά φράγματα ή άλλα δευτερεύοντα έργα για την συγκράτηση και αποθήκευση του νερού χρήζει περαιτέρω διερεύνησης, δεν φαίνεται ωστόσο να προκύπτει από την έως σήμερα έρευνα.



Συντάκτης

Έλενα Κουντούρη, Διευθύντρια Εθνικού Αρχείου Μνημείων