Οι γνωστοί μακεδονικοί τάφοι των Λευκαδίων, που βρίσκονται στην πορεία του αρχαίου δρόμου που ένωνε τη Μίεζα με την πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου, την Πέλλα, είναι από τα λαμπρότερα και καλύτερα διατηρημένα μνημεία της περιοχής. Ο πρώτος τάφος στην περιοχή Κοπανού Ημαθίας εντοπίσθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και πήρε το όνομά του από το Δανό αρχιτέκτονα K.F. Kinch, ο οποίος αποκάλυψε το μνημείο και το μελέτησε τα έτη 1887, 1889 και 1892. Εκτός από τα σχέδια ο Kinch αναπαρέστησε ζωγραφικά τη διακόσμηση του τάφου και διέσωσε έτσι τις χαμένες σήμερα τοιχογραφίες του μνημείου, που χρονολογείται στο α΄ μισό 3ου αι. π.Χ.
Ο τάφος είναι διθάλαμος και διαθέτει καμαρωτή σκεπή στο θάλαμο και επίπεδη στον προθάλαμο. Ήταν καλυμμένος από επίχωση που σχημάτιζε τύμβο με ύψος 2,50 μ. Η πρόσοψή του ήταν δωρικού ρυθμού, χωρίς όμως να διαθέτει κίονες. Δύο παραστάδες με επίκρανα πλαισίωναν την είσοδο, την οποία έφραζαν πωρόλιθοι και όχι πόρτα όπως συνήθως. Ο δωρικός θριγκός του τάφου διακοσμείται με έξι τρίγλυφα και έξι μετόπες, που αρχικά είχαν κιτρινωπό χρώμα, ενώ τα τρίγλυφα βαθύ κυανό. Ως επιστέγαση του δωρικού θριγκού υπήρχε ιωνικό κυμάτιο. Οι εσωτερικοί τοίχοι του μνημείου ήταν καλυμμένοι με λευκό κονίαμα, επάνω στο οποίο έγινε ο ζωγραφικός διάκοσμος. Στον προθάλαμο υπήρχε σε ύψος 1,70 μ. από το έδαφος μια ανάγλυφη κορνίζα, που ήταν ζωγραφισμένη με λευκά, κόκκινα και πράσινα άνθη επάνω σε κόκκινη ταινία. Οι τοίχοι του θαλάμου σε ύψος μέχρι και 0,70 μ. από το έδαφος ήταν βαμμένοι με ωχροκίτρινο χρώμα, από εκεί και πάνω με βαθύ κόκκινο χρώμα, ενώ ακόμη ψηλότερα υπήρχε ανθοστοιχία επάνω σε βαθύ γαλάζιο φόντο. Στον ανατολικό τοίχο υπήρχε γραπτή παράσταση, που δεν σώζεται σήμερα. Εικόνιζε Μακεδόνα ιππέα με άλογο που κάλπαζε, να επιτίθεται με το δόρυ του σε πεζό Πέρση στρατιώτη, ο οποίος προσπαθούσε να αμυνθεί προτάσσοντας την ασπίδα του.
Ο τάφος του Kinch υπέστη σοβαρές ζημιές από τις εργασίες που έγιναν στην περιοχή για την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου και καταπλακώθηκε με χώματα. Το 1970-1971, με μέριμνα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας πραγματοποιήθηκαν εργασίες αναστήλωσης και καθαρισμού του μνημείου, με σκοπό την αποκατάσταση της μορφής του.
|