|
|
|
|
|
Τοπογραφικό διάγραμμα της αρχαίας Στράτου
|
|
|
Τα ερείπια της Στράτου, της μεγαλύτερης αρχαίας ακαρνανικής πόλης, βρίσκονται βόρεια του σημερινού χωριού Στράτος, 10 χλμ. βορειοδυτικά του Αγρινίου. Το παλιό χωριό Σουροβίγλι, στη θέση της αρχαίας πόλης, αφού απαλλοτριώθηκε το 1962, μεταφέρθηκε νοτιότερα. Η αρχαία πόλη βρισκόταν στη δυτική όχθη του Αχελώου, ο οποίος ήταν πλωτός τουλάχιστον έως τη θέση αυτή, κατά τους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους, όπως αποδεικνύει και η παραποτάμια πύλη της πόλης. Η αρχαία Στράτος υπήρξε μία από τις καλύτερα οχυρωμένες πόλεις της Ακαρνανίας και πρώτη πρωτεύουσα του Κοινού των Ακαρνάνων. Σε αυτήν την πόλη στρατολογούνταν οι Ακαρνάνες και συγκροτούνταν σε στράτευμα. Επίσης, τα άλογα της στρατικής πεδιάδας ήταν ονομαστά στην αρχαιότητα και αποτελούσαν πηγή πλούτου για την πόλη.
Η πόλη ήταν σημαντική ήδη από το τέλος του 6ου αι. π.Χ., αλλά η μεγαλύτερη ακμή της σημειώθηκε τον 4ο αι. π.Χ. Υπήρξε πρωτεύουσα του Κοινού των Ακαρνάνων από τον 4ο αι. π.Χ. έως και το 272 π.Χ. Τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. γνώρισε μεγάλη ακμή και ως εμπορικό κέντρο της περιοχής. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου η πόλη τάχθηκε με το μέρος των Αθηναίων, με αποτέλεσμα να δεχθεί το 429 π.Χ. επιθέσεις από Πελοποννήσιους, Ηπειρώτες και Αμβρακιώτες, τις οποίες απέκρουσε επιτυχώς. Το 314 π.Χ. την πόλη κατέλαβε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Κάσσανδρος, για να τη χρησιμοποιήσει ως στρατιωτική βάση εναντίον των Αιτωλών. Γύρω στο 260 π.Χ. ξέσπασαν συγκρούσεις με τους Αιτωλούς, με αποτέλεσμα μετά το 252 π.Χ. η πόλη να προσαρτηθεί στην Αιτωλία. Κατά τη διάρκεια των αγώνων εναντίον του Μακεδόνα Φιλίππου Ε΄ η πόλη αποτέλεσε οχυρό προπύργιο της Αιτωλίας. Το 169 π.Χ. η Στράτος συντάχτηκε με τις πόλεις που προσκάλεσαν τους Ρωμαίους ως συμμάχους στην Ελλάδα, εναντίον του βασιλιά Περσέα της Μακεδονίας. Μετά τη ναυμαχία στο Άκτιο το 31 π.Χ. και την ίδρυση της Νικόπολης μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της μετακινήθηκε στη νέα πόλη, με συνέπεια το μαρασμό του παλιού ακαρνανικού κέντρου. Η περιοχή δεν εγκαταλείφθηκε πλήρως, αλλά συνέχισε να κατοικείται κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους. Τον 4ο αι. μ.Χ. αποτέλεσε έδρα Επισκόπου που έφερε το όνομα Αχελώος, ενώ πρόσφατες έρευνες έφεραν στο φως και άγνωστο οικισμό της Μεσοβυζαντινής περιόδου.
Η πόλη διέθετε ισχυρή οχύρωση ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ., ενώ κάποιες επισκευές στο τείχος ίσως έγιναν τον 4ο αι. π.Χ. Το τείχος περιλαμβάνει πενήντα πέντε πύργους και είκοσι δύο πύλες και πυλίδες. Εντός των τειχών και σε περίοπτη θέση δεσπόζει ο ναός του Διός, ο οποίος προσφέρει θέα, τόσο στο εσωτερικό της πόλης, όσο και στην πεδιάδα. Σε άλλο σημείο βρίσκεται το θέατρο της πόλης, το οποίο αποτελεί το μεγαλύτερο από τα πέντε έως σήμερα αποκαλυφθέντα θέατρα στην Αιτωλοακαρνανία (Καλυδώνα, Πλευρώνα, Μακύνεια, Οινιάδες, ενώ ίχνη θεάτρου έχουν βρεθεί και στο Αμφιλοχικό Άργος). Επίσης, στα δυτικά του θεάτρου σώζονται τα ερείπια της αγοράς που αποτελούσε το εμπορικό, διοικητικό και πολιτικό κέντρο της πόλης. Τέλος, στη θέση, όπου βρίσκεται το σύγχρονο ομώνυμο χωριό και το νεκροταφείο του, βρισκόταν ένα από τα νεκροταφεία της αρχαίας πόλης. Διάσπαρτοι τάφοι έχουν επίσης, ανασκαφεί στα βορειοδυτικά και νότια, εξωτερικά της οχύρωσης της αρχαίας πόλης.
Η Στράτος χαρακτηρίζεται «μεγίστη» από το Θουκυδίδη, ενώ η επικράτειά της από τον Αχελώο έως την λίμνη του Οζερού ονομάζεται από τον Πολύβιο «Στρατική». Το θέατρο της πόλης είχε εντοπίσει από το 1805 ο W. M. Leake. Οι πρώτες ανασκαφές σε αυτό έγιναν από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή. Κατόπιν το μνημείο επιχώθηκε έως τη δεκαετία του 1990. Στο ναό οι πρώτες ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν τα διαστήματα 1892-1913 και το 1924 από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, οπότε και δημοσιεύτηκε, μαζί με τις επιγραφές που βρέθηκαν εκεί. Η σημαντικότερη μελέτη του μνημείου μαζί με την πιο σωστή αποκατάστασή του, δημοσιεύτηκε το 1925 από τον Α. Ορλάνδο. Επίσης, στην αρχαία αγορά οι πρώτες έρευνες πραγματοποιήθηκαν από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, ενώ η ανατολική στοά ανασκάφηκε από το Ν. Ζαφειρόπουλο το 1958.
Τέλος, από το 1989 έως το 1996 διεξήχθησαν συστηματικές ανασκαφές στην αρχαία πόλη από τη ΣΤ΄ ΕΠΚΑ Πατρών σε συνεργασία με το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο. Επικεφαλής των ερευνών από ελληνικής πλευράς ήταν ο κ. Λ. Κολώνας και από γερμανικής πλευράς ο αρχιτέκτονας - αρχαιολόγος Ε.-L. Schwandner. Παράλληλα, πραγματοποιήθηκε συστηματική επιφανειακή έρευνα της Στρατικής γης σε συνεργασία της ΣΤ΄ ΕΠΚΑ Πατρών, του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου και των Πανεπιστημίων Freiburg, Munster και Heidelberg.
|