|
|
|
|
|
Τοπογραφικό διάγραμμα του επισκέψιμου τμήματος του Αρχαιολογικού Χώρου των Αβδήρων
|
|
|
Σε προνομιούχο θέση με δύο φυσικά λιμάνια, στα παράλια της Θράκης, βρίσκονται τα Άβδηρα, μια από τις πιο σημαντικές αρχαίες πόλεις του βορείου Αιγαίου. Ιδρύθηκαν στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. από αποίκους των Κλαζομενών, ελληνικής πόλης στη χερσόνησο της Ερυθραίας στη Μ. Ασία, που ήλθαν στην περιοχή με οικιστή τον Τιμήσιο. Από την πρώτη αυτή αρχαϊκή πόλη έχει ανασκαφεί μόνο τμήμα του τείχους και μία κατοικία. Η πορεία της αποικίας ήταν φθίνουσα όχι μόνο λόγω των συγκρούσεων με τους Θράκες, τους παλαιότερους κατοίκους της περιοχής, αλλά, κυρίως, λόγω των κακών κλιματολογικών συνθηκών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι περισσότεροι τάφοι αυτής της περιόδου ανήκουν σε βρέφη, γεγονός που οδήγησε τους αρχαιολόγους στο συμπέρασμα ότι οι πρώτοι άποικοι κινδύνευσαν σοβαρά από την ελονοσία, κάτι που αποδεικνύεται και από τη μελέτη του σκελετικού υλικού.
Περίπου έναν αιώνα αργότερα, το 545 π.Χ., ο χώρος αποικίσθηκε για δεύτερη φορά από κατοίκους της Τέω, επίσης ελληνικής πόλης που βρισκόταν νότια των Κλαζομενών. Οι Τήιοι εγκαταστάθηκαν στον ίδιο χώρο και συγκατοίκησαν με τους Κλαζομένιους, προβάλλοντας ως μυθικό οικιστή τον Ηρακλή και επώνυμο ήρωα τον Άβδηρο, τον οποίο, σύμφωνα με το μύθο, κατασπάραξαν τα άλογα του βασιλιά των Βιστόνων Θρακών, Διομήδη. Αρχικά και αυτοί αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα με τους Θράκες, αλλά τελικά επικράτησαν και γρήγορα η πόλη τους παρουσίασε μεγάλη οικονομική και πνευματική άνθηση. Η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αλιεία, οι βιοτεχνικές δραστηριότητες και προπάντων το ιδιαίτερα εκτεταμένο εμπόριο αποτελούσαν τις πηγές του ιδιωτικού και του δημόσιου πλούτου. Ενδεικτική της οικονομικής ευρωστίας της πόλης είναι η ανθηρή νομισματοκοπία της, που άρχισε γύρω στο 540 π.Χ., και το γεγονός ότι το 480 π.Χ. και 479 π.Χ. φιλοξενήθηκε εκεί ο Ξέρξης με το στρατό του, αφήνοντας πίσω του ως δώρα ανταπόδοσης ένα χρυσό ξίφος και μία χρυσοποίκιλτη τιάρα. Τα Άβδηρα έγιναν μέλος της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας πληρώνοντας ιδιαίτερα μεγάλο φόρο, ενώ διατηρούσαν στενές σχέσεις και με το ανεξάρτητο θρακικό βασίλειο των Οδρυσών. Από την περίοδο αυτή, της μεγάλης ακμής της πόλης, σώζεται σημαντικό τμήμα των τειχών (βόρειος περίβολος), ένα ιερό της Δήμητρας και της Κόρης, νεώσοικος και κατοικίες. Η ιστορία της πόλης συνδέεται με την παρουσία και τη δράση μεγάλων πνευματικών ανδρών, όπως είναι ο Λεύκιππος, ο Δημόκριτος, ο Πρωταγόρας και ο Ιπποκράτης. Παρ' όλα αυτά, στην αρχαιότητα τα Άβδηρα ήταν περιβόητα για τη μωρία των κατοίκων τους, το λεγόμενο «αβδηρητισμό», που είναι βέβαιο ότι σχετιζόταν με τις συχνές ασθένειες που προκαλούσαν τα έλη της περιοχής.
Το 376 π.Χ. η πόλη δέχθηκε την εισβολή του θρακικού φύλου των Τριβαλλών, ενώ γύρω στο 350 π.Χ. κυριεύθηκε από το Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Β΄. Τα γεγονότα αυτά, σε συνδυασμό με τις γεωμορφολογικές μεταβολές που επέφεραν οι προσχώσεις του Νέστου, ανάγκασαν τους Αβδηρίτες γύρω στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. να μεταφερθούν νοτιότερα. Το νέο πολεοδομικό συγκρότημα κατασκευάσθηκε με ενιαίο πρόγραμμα σύμφωνα με το ιπποδάμειο σύστημα. Περιλάμβανε ισχυρά τείχη (νότιος περίβολος), ακρόπολη, δύο λιμάνια και θέατρο, ενώ οι κατοικίες ήταν διευθετημένες σε οικοδομικά τετράγωνα. Η μορφή αυτή της πόλης διατηρήθηκε μέχρι τα αυτοκρατορικά χρόνια, οπότε τα τείχη καταστράφηκαν και επιχώθηκαν, ενώ νέες κατοικίες οικοδομήθηκαν πάνω από αυτά καθώς και έξω από τα δυτικά όρια της αρχαίας πόλης. Αργότερα, στο α΄ μισό του 4ου αι. μ.Χ., ο οικισμός, που είχε ήδη συρρικνωθεί σημαντικά, μεταφέρθηκε στο λόφο της αρχαίας ακρόπολης και μετονομάσθηκε σε Πολύστυλον. Στην περιοχή του δυτικού τείχους δημιουργήθηκε εκτεταμένο νεκροταφείο με κοιμητηριακό ναό και η περιοχή παρέμεινε κατοικημένη μέχρι το 14ο αι. μ.Χ.
Οι γνώσεις μας για την ιστορική φυσιογνωμία της πόλης των αρχαίων Αβδήρων προέρχονται από τις αρχαίες ιστορικές πηγές και από την αρχαιολογική έρευνα. Αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Πίνδαρος, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Διόδωρος Σικελιώτης, ο Ιπποκράτης, ο Ξενοφών, ο Πλίνιος μας έχουν δώσει αρκετά στοιχεία για να αναπαραστήσουμε την ιστορική εξέλιξη της πόλης και τον τρόπο ζωής των αρχαίων Αβδηριτών. Στη νεότερη εποχή η αρχαία πόλη ταυτίσθηκε από τον Αυστριακό αρχαιολόγο Regel το 1887. Η συστηματική ανασκαφική έρευνά της ξεκίνησε το 1950 από το Δημήτριο Λαζαρίδη και συνεχίζεται μέχρι σήμερα από τη ΙΘ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Παράλληλα, στο χώρο πραγματοποιούνται εργασίες υποδομής, ανάπλασης, διαμόρφωσης και ανάδειξης, καθώς και ολοκληρωμένο πρόγραμμα συντήρησης, στερέωσης και αποκατάστασης των αρχαίων κτισμάτων, που περιλαμβάνει και συμπληρωματική ανασκαφική έρευνα, ώστε να ενοποιηθούν τμήματα που είχαν ανασκαφεί παλαιότερα, κατά το διάστημα 1980-1991.
|